Anonymous

μωρία: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />folie.<br />'''Étymologie:''' [[μωρός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />folie.<br />'''Étymologie:''' [[μωρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μωρία:''' ион. μωρίη ἡ глупость, нелепость, безумие (μ. καὶ [[ἀλογία]] Plat.): ἐδόκει μ. εἶναι [[ταῦτα]] Thuc. (все) это показалось нелепым.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μωρία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[μῶρος]]), [[ηλιθιότητα]], [[ανοησία]], <i>μωρίαν ἐπιφέρειν τινί</i>, του [[προσάπτω]] τον χαρακτηρισμό του ανόητου, σε Ηρόδ.· <i>μωρίαν ὀφλισκάνειν</i>, του έχει καταλογιστεί η [[ανοησία]], σε Σοφ.· ἐδόκει [[μωρία]] [[εἶναι]] [[ταῦτα]], σε Θουκ.· <i>τῆς μωρίας!</i> τι [[ανοησία]]! σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μωρία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[μῶρος]]), [[ηλιθιότητα]], [[ανοησία]], <i>μωρίαν ἐπιφέρειν τινί</i>, του [[προσάπτω]] τον χαρακτηρισμό του ανόητου, σε Ηρόδ.· <i>μωρίαν ὀφλισκάνειν</i>, του έχει καταλογιστεί η [[ανοησία]], σε Σοφ.· ἐδόκει [[μωρία]] [[εἶναι]] [[ταῦτα]], σε Θουκ.· <i>τῆς μωρίας!</i> τι [[ανοησία]]! σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μωρία:''' ион. μωρίη ἡ глупость, нелепость, безумие (μ. καὶ [[ἀλογία]] Plat.): ἐδόκει μ. εἶναι [[ταῦτα]] Thuc. (все) это показалось нелепым.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj