Anonymous

μύλλω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=avoir commerce avec Théocr..<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[μύλη]].
|btext=avoir commerce avec Théocr..<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[μύλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''μύλλω:''' Theocr. = [[βινέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μύλλω]] (ΑΜ) [[μύλλον]]<br />[[κλείνω]] ή [[πιέζω]] τα χείλη.<br /> <b>(II)</b><br />[[μύλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συντρίβω]], [[αλέθω]]<br /><b>2.</b> συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μύλλω]] της αρχαίας καθομιλουμένης με σημ. «συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]]» έχει παραχθεί από [[μύλη]] με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μύλλω]] (ΑΜ) [[μύλλον]]<br />[[κλείνω]] ή [[πιέζω]] τα χείλη.<br /> <b>(II)</b><br />[[μύλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συντρίβω]], [[αλέθω]]<br /><b>2.</b> συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μύλλω]] της αρχαίας καθομιλουμένης με σημ. «συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]]» έχει παραχθεί από [[μύλη]] με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-].
}}
{{elru
|elrutext='''μύλλω:''' Theocr. = [[βινέω]].
}}
}}
{{etym
{{etym