Anonymous

ναυαγός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui fait <i>ou</i> qui a fait naufrage, naufragé.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[ἄγνυμι]].
|btext=ός, όν :<br />qui fait <i>ou</i> qui a fait naufrage, naufragé.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[ἄγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυᾱγός:''' ион. [[ναυηγός]] 2 [[ἄγνυμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[потерпевший кораблекрушение]] (ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι Xen.): ναυηγὸν ἔχειν τάφον Anth. быть погребенным на дне моря (в результате кораблекрушения);<br /><b class="num">2)</b> [[вызывающий кораблекрушение]], [[губящий корабли]] (ἄνεμοι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυᾱγός:''' -όν, Ιων. ναυ-ηγός (<i>ἔ-αγα</i>, παρακ. του [[ἄγνυμι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ναυάγησε, που ξεβράστηκε στην [[παραλία]], Λατ. [[naufragus]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι</i>, [[περισυλλέγω]] θύματα ναυαγίου, σε Ξεν.· ναυαγὸς [[τάφος]], [[τάφος]] ναυαγών, δηλ. η [[θάλασσα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί [[ναυάγιο]], <i>ἄνεμοι</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ναυᾱγός:''' -όν, Ιων. ναυ-ηγός (<i>ἔ-αγα</i>, παρακ. του [[ἄγνυμι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ναυάγησε, που ξεβράστηκε στην [[παραλία]], Λατ. [[naufragus]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι</i>, [[περισυλλέγω]] θύματα ναυαγίου, σε Ξεν.· ναυαγὸς [[τάφος]], [[τάφος]] ναυαγών, δηλ. η [[θάλασσα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί [[ναυάγιο]], <i>ἄνεμοι</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυᾱγός:''' ион. [[ναυηγός]] 2 [[ἄγνυμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[потерпевший кораблекрушение]] (ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι Xen.): ναυηγὸν ἔχειν τάφον Anth. быть погребенным на дне моря (в результате кораблекрушения);<br /><b class="num">2)</b> [[вызывающий кораблекрушение]], [[губящий корабли]] (ἄνεμοι Anth.).
}}
}}
{{etym
{{etym