Anonymous

μόνιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui reste stable, fixe.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]].
|btext=ος, ον :<br />qui reste stable, fixe.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μόνῐμος:''' 2, реже 3<br /><b class="num">1)</b> [[неподвижный]], [[не меняющий своего местопребывания]] (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[стойкий]], [[непоколебимый]] (ὁπλῖται Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[прочный]], [[надежный]] ([[ὄλβος]] Eur.; [[κρηπίς]], [[πίστις]] Plat.; [[ἕξις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μόνῐμος:''' -ον και -η, -ον ([[μονή]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που παραμένει στη [[θέση]] του, [[σταθερός]], [[καρτερικός]], σε Σοφ., Πλάτ.· λέγεται για στρατιώτες, Λατ. [[statarius]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, καταστάσεις και παρόμοια, αυτός που παραμένει, [[μακροχρόνιος]], [[σταθερός]], Λατ. [[stabilis]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''μόνῐμος:''' -ον και -η, -ον ([[μονή]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που παραμένει στη [[θέση]] του, [[σταθερός]], [[καρτερικός]], σε Σοφ., Πλάτ.· λέγεται για στρατιώτες, Λατ. [[statarius]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, καταστάσεις και παρόμοια, αυτός που παραμένει, [[μακροχρόνιος]], [[σταθερός]], Λατ. [[stabilis]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μόνῐμος:''' 2, реже 3<br /><b class="num">1)</b> [[неподвижный]], [[не меняющий своего местопребывания]] (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[стойкий]], [[непоколебимый]] (ὁπλῖται Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[прочный]], [[надежный]] ([[ὄλβος]] Eur.; [[κρηπίς]], [[πίστις]] Plat.; [[ἕξις]] Arst.).
}}
}}
{{etym
{{etym