Anonymous

νηκτός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui nage.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de νήχομαι.
|btext=ή, όν :<br />qui nage.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de νήχομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''νηκτός:''' плавающий, т. е. водяной (τὰ θηρία Plut.; [[ἰχθύς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νηκτός:''' -ή, -όν ([[νήχω]]), αυτός που κολυμπάει, [[κολυμβητής]], αυτός που πλέει στη [[θάλασσα]] αντίθ. προς το [[χερσαῖος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''νηκτός:''' -ή, -όν ([[νήχω]]), αυτός που κολυμπάει, [[κολυμβητής]], αυτός που πλέει στη [[θάλασσα]] αντίθ. προς το [[χερσαῖος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νηκτός:''' плавающий, т. е. водяной (τὰ θηρία Plut.; [[ἰχθύς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νηκτός]], ή, όν [[νήχω]]<br />[[swimming]], Anth.
|mdlsjtxt=[[νηκτός]], ή, όν [[νήχω]]<br />[[swimming]], Anth.
}}
}}