Anonymous

οἰκούριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne la garde d'une maison ; τὰ οἰκούρια (δῶρα) SOPH le salaire pour la garde d'une maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκουρός]].
|btext=α, ον :<br />qui concerne la garde d'une maison ; τὰ οἰκούρια (δῶρα) SOPH le salaire pour la garde d'une maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκουρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκούριος:''' дор. [[οἰκόριος]] 2 досл. связанный с охраной дома (см. [[οἰκούρια]]); перен. домашний (ἑταῖραι Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκούριος:''' -ον και -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην ή προορίζεται για τη [[φροντίδα]] του σπιτιού· απ' όπου, <i>οἰκούρια</i> (ενν. <i>δῶρα</i>), <i>τά</i>, [[μισθός]], [[αμοιβή]] για την [[επίβλεψη]] του σπιτιού, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> περιορισμένος μέσα στο [[σπίτι]], <i>ἑταῖραι οἰκόριαι</i> (Δωρ. αντί <i>οἰκούριαι</i>), ερωμένες ή δούλες που παρέμεναν μέσα στο [[σπίτι]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''οἰκούριος:''' -ον και -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην ή προορίζεται για τη [[φροντίδα]] του σπιτιού· απ' όπου, <i>οἰκούρια</i> (ενν. <i>δῶρα</i>), <i>τά</i>, [[μισθός]], [[αμοιβή]] για την [[επίβλεψη]] του σπιτιού, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> περιορισμένος μέσα στο [[σπίτι]], <i>ἑταῖραι οἰκόριαι</i> (Δωρ. αντί <i>οἰκούριαι</i>), ερωμένες ή δούλες που παρέμεναν μέσα στο [[σπίτι]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκούριος:''' дор. [[οἰκόριος]] 2 досл. связанный с охраной дома (см. [[οἰκούρια]]); перен. домашний (ἑταῖραι Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκούριος]], ον,<br /><b class="num">I.</b> of or for housekeeping: [[hence]] οἰκούρια (sc. δῶρἀ, τά, wages, [[reward]] for [[keeping]] the [[house]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[keeping]] [[within]] doors, ἑταῖραι οἰκόριαι (doric for οἰκούριαἰ [[female]] [[house]]- mates, Pind.
|mdlsjtxt=[[οἰκούριος]], ον,<br /><b class="num">I.</b> of or for housekeeping: [[hence]] οἰκούρια (sc. δῶρἀ, τά, wages, [[reward]] for [[keeping]] the [[house]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[keeping]] [[within]] doors, ἑταῖραι οἰκόριαι (doric for οἰκούριαἰ [[female]] [[house]]- mates, Pind.
}}
}}