Anonymous

οἰωνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> oiseau ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> oiseau de proie;<br /><b>2</b> oiseau qui annonce l'avenir;<br /><b>II.</b> présage qu’on tire du vol <i>ou</i> du cri des oiseaux ; présage, auspice <i>en gén.</i> : ὁ ἐπ’ οἰωνοῖς [[ἱερεύς]] PLUT l'augure, prêtre romain ; ἐπ’ οἰωνοῖς καθῆσθαι PLUT, ἐπ’ οἰωνῶν καθίζεσθαι PLUT siéger pour prendre les auspices.<br />'''Étymologie:''' p. *ὀϜιωνός, de *ὀϜίς = <i>lat.</i> avis ; pour la format. cf. [[υἱωνός]] de [[υἱός]], [[κοινωνός]] de [[κοινός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> oiseau ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> oiseau de proie;<br /><b>2</b> oiseau qui annonce l'avenir;<br /><b>II.</b> présage qu’on tire du vol <i>ou</i> du cri des oiseaux ; présage, auspice <i>en gén.</i> : ὁ ἐπ’ οἰωνοῖς [[ἱερεύς]] PLUT l'augure, prêtre romain ; ἐπ’ οἰωνοῖς καθῆσθαι PLUT, ἐπ’ οἰωνῶν καθίζεσθαι PLUT siéger pour prendre les auspices.<br />'''Étymologie:''' p. *ὀϜιωνός, de *ὀϜίς = <i>lat.</i> avis ; pour la format. cf. [[υἱωνός]] de [[υἱός]], [[κοινωνός]] de [[κοινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰωνός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> птица, преимущ. хищная: πρὸς οἰωνῶν καὶ πρὸς κυνῶν ἐδεστόν Soph. на съедение хищным птицам и псам;<br /><b class="num">2)</b> [[вещая птица]] (οὔ τοι [[ἄνευ]] θεοῦ [[ἔπτατο]] δεξιὸς [[ὄρνις]] [[ἔγνων]] γάρ μιν ἐς [[ἄντα]] ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[предзнаменование]] (οἰωνοῖς [[χρησάμενος]] αἰσίοις Xen.): οἱ ἐπ᾽ οἰωνοῖς ἱερεῖς Plut. птицегадатели; οἰωνὸν τίθεσθαί τι Plat. или εἰς οἰωνὸν τίθεσθαι χρηστόν Plut. принимать что-л. за хорошее предзнаменование.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰωνός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> μεγαλόσωμο [[πτηνό]], αρπακτικό σαρκοφάγο πουλί, όπως [[γύπας]] ή [[αετός]], αντίθ. προς το κοινό [[πτηνό]] ([[ὄρνις]]), σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πτηνό]] κατάλληλο να δώσει [[προφητικά]] σημάδια ή προμηνύματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πέταγμα]] του πουλιού προς τα [[δεξιά]], δηλ. με [[κατεύθυνση]] προς την Ανατολή, ήταν ευοίωνο, και το αντίστροφο.<br /><b class="num">2.</b> [[μαντεία]], [[προμάντευμα]] που αντλείται από την [[παρατήρηση]] πτηνών, Λατ. [[auspicium]] ή [[augurium]], αναλόγως του τι συνάγεται από την [[θέαση]] του πετάγματός τους ή από το [[άκουσμα]] των κραυγών τους, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[δέκομαι]] τὸν οἰωνόν, [[δέχομαι]] το προφητικό [[σημάδι]], χαιρετίζοντάς το σαν ευοίωνο, σε Ηρόδ. (ετυμολογείται από το [[οἶος]], [[επειδή]] τα περισσότερα αρπακτικά πουλιά ζουν μοναχικά, πρβλ. [[κοινωνός]] από το [[κοινός]]).
|lsmtext='''οἰωνός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> μεγαλόσωμο [[πτηνό]], αρπακτικό σαρκοφάγο πουλί, όπως [[γύπας]] ή [[αετός]], αντίθ. προς το κοινό [[πτηνό]] ([[ὄρνις]]), σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πτηνό]] κατάλληλο να δώσει [[προφητικά]] σημάδια ή προμηνύματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πέταγμα]] του πουλιού προς τα [[δεξιά]], δηλ. με [[κατεύθυνση]] προς την Ανατολή, ήταν ευοίωνο, και το αντίστροφο.<br /><b class="num">2.</b> [[μαντεία]], [[προμάντευμα]] που αντλείται από την [[παρατήρηση]] πτηνών, Λατ. [[auspicium]] ή [[augurium]], αναλόγως του τι συνάγεται από την [[θέαση]] του πετάγματός τους ή από το [[άκουσμα]] των κραυγών τους, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[δέκομαι]] τὸν οἰωνόν, [[δέχομαι]] το προφητικό [[σημάδι]], χαιρετίζοντάς το σαν ευοίωνο, σε Ηρόδ. (ετυμολογείται από το [[οἶος]], [[επειδή]] τα περισσότερα αρπακτικά πουλιά ζουν μοναχικά, πρβλ. [[κοινωνός]] από το [[κοινός]]).
}}
{{elru
|elrutext='''οἰωνός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> птица, преимущ. хищная: πρὸς οἰωνῶν καὶ πρὸς κυνῶν ἐδεστόν Soph. на съедение хищным птицам и псам;<br /><b class="num">2)</b> [[вещая птица]] (οὔ τοι [[ἄνευ]] θεοῦ [[ἔπτατο]] δεξιὸς [[ὄρνις]] [[ἔγνων]] γάρ μιν ἐς [[ἄντα]] ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[предзнаменование]] (οἰωνοῖς [[χρησάμενος]] αἰσίοις Xen.): οἱ ἐπ᾽ οἰωνοῖς ἱερεῖς Plut. птицегадатели; οἰωνὸν τίθεσθαί τι Plat. или εἰς οἰωνὸν τίθεσθαι χρηστόν Plut. принимать что-л. за хорошее предзнаменование.
}}
}}
{{etym
{{etym