Anonymous

οἰκοποιός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui rend (une caverne) habitable.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui rend (une caverne) habitable.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκοποιός:''' [[делающий обитаемым]], [[пригодным для жилья]] ([[τρυφή]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που απαρτίζει ένα [[σπίτι]], αυτός που καθιστά ένα [[μέρος]] κατοικήσιμο, οἰκοποιὸς [[τροφή]], οι ανέσεις ενός σπιτιού, τα χρήσιμα προς [[κατοίκηση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''οἰκοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που απαρτίζει ένα [[σπίτι]], αυτός που καθιστά ένα [[μέρος]] κατοικήσιμο, οἰκοποιὸς [[τροφή]], οι ανέσεις ενός σπιτιού, τα χρήσιμα προς [[κατοίκηση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκοποιός:''' [[делающий обитаемым]], [[пригодным для жилья]] ([[τρυφή]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰκο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />constituting a [[house]], οἰκ. [[τροφή]] the comforts of a [[house]], Soph.
|mdlsjtxt=οἰκο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />constituting a [[house]], οἰκ. [[τροφή]] the comforts of a [[house]], Soph.
}}
}}