3,271,531
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui s'accorde ; [[πρός]] [[τι]], avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui s'accorde ; [[πρός]] [[τι]], avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκειωτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[усваивающий]] ([[τέχνη]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> приспособленный, приуроченный, т. е. тяготеющий (πρὸς τὸ [[καλόν]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκειωτικός]], -ή, -όν (Α) [[οικειώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο [[πρόσφορος]], ο [[αρμόδιος]] για [[εξοικείωση]] («τέχνης οἰκειωτικῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> προσοικειωτικός, [[προσαρμοστικός]], αυτός που τείνει [[προς]] [[οικείωση]], [[προς]] [[συνάφεια]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκειωτικόν</i><br />[[εξοικείωση]]. | |mltxt=[[οἰκειωτικός]], -ή, -όν (Α) [[οικειώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο [[πρόσφορος]], ο [[αρμόδιος]] για [[εξοικείωση]] («τέχνης οἰκειωτικῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> προσοικειωτικός, [[προσαρμοστικός]], αυτός που τείνει [[προς]] [[οικείωση]], [[προς]] [[συνάφεια]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκειωτικόν</i><br />[[εξοικείωση]]. | ||
}} | }} |