Anonymous

νύξ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=νυκτός (ἡ) :<br />nuit :<br /><b>1</b> <i>p. opp. au jour</i> : νύκτα HDT, νυκτός OD, τῆς νυκτός XÉN, νυκτί OD la nuit, de nuit ; ἀνὰ νύκτα IL de nuit ; διὰ νύκτα OD la nuit durant ; [[εἰς]] νύκτα, [[εἰς]] τὴν νύκτα XÉN à la tombée de la nuit ; ὑπὸ νύκτα de nuit ; [[ἐκ]] νυκτός XÉN à la tombée de la nuit ; [[ἐν]] νυκτί, [[ἐν]] [[τῇ]] νυκτί ATT dans la nuit ; ἐπὶ νυκτί IL de nuit ; [[αἱ]] νύκτες les heures de la nuit divisées en trois parties égales : [[τρίχα]] νυκτὸς [[ἔην]] OD c’était la troisième partie, <i>càd</i> le dernier tiers de la nuit, vers le matin ; μέσαι νύκτες THC minuit;<br /><b>2</b> la nuit, <i>c. synon. de</i> ce qui est sombre, effrayant, menaçant : νυκτὶ [[ἐοικώς]] IL (Apollon irrité) semblable à la sombre nuit;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> obscurité, ténèbres : νυκτὶ καλύπτειν IL cacher dans la nuit <i>ou</i> l'obscurité, <i>càd</i> rendre invisible ; <i>particul.</i> la nuit de la mort, les ténèbres de la mort ; les Enfers, royaume de la nuit et des ténèbres.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> nox.
|btext=νυκτός (ἡ) :<br />nuit :<br /><b>1</b> <i>p. opp. au jour</i> : νύκτα HDT, νυκτός OD, τῆς νυκτός XÉN, νυκτί OD la nuit, de nuit ; ἀνὰ νύκτα IL de nuit ; διὰ νύκτα OD la nuit durant ; [[εἰς]] νύκτα, [[εἰς]] τὴν νύκτα XÉN à la tombée de la nuit ; ὑπὸ νύκτα de nuit ; [[ἐκ]] νυκτός XÉN à la tombée de la nuit ; [[ἐν]] νυκτί, [[ἐν]] [[τῇ]] νυκτί ATT dans la nuit ; ἐπὶ νυκτί IL de nuit ; [[αἱ]] νύκτες les heures de la nuit divisées en trois parties égales : [[τρίχα]] νυκτὸς [[ἔην]] OD c’était la troisième partie, <i>càd</i> le dernier tiers de la nuit, vers le matin ; μέσαι νύκτες THC minuit;<br /><b>2</b> la nuit, <i>c. synon. de</i> ce qui est sombre, effrayant, menaçant : νυκτὶ [[ἐοικώς]] IL (Apollon irrité) semblable à la sombre nuit;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> obscurité, ténèbres : νυκτὶ καλύπτειν IL cacher dans la nuit <i>ou</i> l'obscurité, <i>càd</i> rendre invisible ; <i>particul.</i> la nuit de la mort, les ténèbres de la mort ; les Enfers, royaume de la nuit et des ténèbres.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> nox.
}}
{{elru
|elrutext='''νύξ:''' νυκτός ἡ (дор. dat. pl. νύκτεσσιν)<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. ночь: νυκτί, νυκτός Hom., Her., νύκτα Her. etc., τῆς νυκτός Xen. etc., ἀνὰ или διὰ νύκτα Hom., ἐπὶ νυκτί Hes., διὰ (τῆς) νυκτός и ἐν νυκτί NT, μετὰ νύκτας Pind. ночью, в течение ночи; εἰς (τὴν) νύκτα и κατὰ νύκτα Xen. с наступлением ночи; ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα Plat. от ночи до ночи, т. е. день-деньской; νύκτας τε καὶ [[ἦμαρ]] Hom., νύκτας τε καὶ ἡμέρας Plat. и ἐφ᾽ ἡμέρῃ ἠδ᾽ ἐπὶ νυκτί Hes. днем и ночью; [[πόρρω]] τῶν νυκτῶν Plat. поздняя ночь; μέσαι νύκτες Thuc. и ἐν μέσῳ νυκτῶν Plat., [[μέσης]] νυκτός и κατὰ [[μέσον]] τῆς νυκτός NT в полночь; [[ἦμος]] δὲ [[τρίχα]] νυκτὸς [[ἔην]] Hom. когда наступила (последняя) треть ночи, т. е. под утро; νυκτὶ [[ἐοικώς]] Hom. ночи подобный, т. е. гневный;<br /><b class="num">2)</b> [[тьма]], [[мрак]]: νυκτὶ καλύπτειν Hom. окутать тьмой.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νύξ:''' νυκτός, ἡ, Λατ. [[nox]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νύχτα]], δηλ. [[είτε]] με τη [[σημασία]] της [[χρονικής]] περιόδου της νύχτας (αντίθ. προς την [[ημέρα]]) ή απλά ως [[μία]] [[νύχτα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>νυκτός</i>, τη [[νύχτα]], Λατ. [[noctu]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· νυκτὸς [[ἔτι]], ενώ ήταν [[ακόμη]] [[νύχτα]], σε Ηρόδ.· <i>νυκτὸς τῆσδε</i>, σε Σοφ.· <i>ἄκρας νυκτός</i>, στη βαθύτατη [[σιγή]] της νύχτας, στον ίδ.· επίσης, <i>νυκτί</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.· <i>[[νύκτα]]</i>, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, στο μακρύ [[διάστημα]] της νύχτας, σε Όμηρ.· <i>νύκτας</i>, κατά τις νύχτες, στον ίδ.· <i>μέσαι νύκτες</i>, [[μεσάνυχτα]], [[μεσονύχτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με προθ.· <i>ἀνὰ [[νύκτα]]</i>, κατά τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>διὰ [[νύκτα]]</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰς [[νύκτα]]</i>, <i>εἰς τὴν [[νύκτα]]</i>, προς τη [[νύχτα]], σε Ξεν.· <i>ὑπὸ [[νύκτα]]</i>, [[μόλις]] νυχτώσει, σε Θουκ., Ξεν.· <i>διὰ νυκτός</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Πλάτ.· <i>ἐκ νυκτός</i>, [[αμέσως]] [[μόλις]] πέσει η [[νύχτα]], σε Ξεν.· [[πόρρω]] [[τῶν]] νυκτῶν, [[βαθιά]] μέσα στη [[νύχτα]], στον ίδ.· <i>ἐπὶ νυκτί</i>, τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν νυκτί</i>, <i>ἐν τῇ νυκτί</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. επίσης, νυχτερινές φρουρές, σε Πίνδ., Πλάτ.· οι Έλληνες διαιρούσαν τη [[νύχτα]] σε [[τρεις]] φυλακές, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> το [[σκοτάδι]] της νύχτας, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτάδι]], [[νύχτα]] του θανάτου, στον ίδ.· νὺξ [[Ἅιδης]] τε σῳζόντων [[κάτω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[Νύξ]], ως κύριο όνομα, η [[θεά]] της νύχτας, [[κόρη]] του Χάους, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">IV.</b> νυχτερινό ή εσπερινό [[μέρος]] του ορίζοντα, δηλ. το δυτικό, η Δύση, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''νύξ:''' νυκτός, ἡ, Λατ. [[nox]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νύχτα]], δηλ. [[είτε]] με τη [[σημασία]] της [[χρονικής]] περιόδου της νύχτας (αντίθ. προς την [[ημέρα]]) ή απλά ως [[μία]] [[νύχτα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>νυκτός</i>, τη [[νύχτα]], Λατ. [[noctu]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· νυκτὸς [[ἔτι]], ενώ ήταν [[ακόμη]] [[νύχτα]], σε Ηρόδ.· <i>νυκτὸς τῆσδε</i>, σε Σοφ.· <i>ἄκρας νυκτός</i>, στη βαθύτατη [[σιγή]] της νύχτας, στον ίδ.· επίσης, <i>νυκτί</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.· <i>[[νύκτα]]</i>, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, στο μακρύ [[διάστημα]] της νύχτας, σε Όμηρ.· <i>νύκτας</i>, κατά τις νύχτες, στον ίδ.· <i>μέσαι νύκτες</i>, [[μεσάνυχτα]], [[μεσονύχτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με προθ.· <i>ἀνὰ [[νύκτα]]</i>, κατά τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>διὰ [[νύκτα]]</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰς [[νύκτα]]</i>, <i>εἰς τὴν [[νύκτα]]</i>, προς τη [[νύχτα]], σε Ξεν.· <i>ὑπὸ [[νύκτα]]</i>, [[μόλις]] νυχτώσει, σε Θουκ., Ξεν.· <i>διὰ νυκτός</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Πλάτ.· <i>ἐκ νυκτός</i>, [[αμέσως]] [[μόλις]] πέσει η [[νύχτα]], σε Ξεν.· [[πόρρω]] [[τῶν]] νυκτῶν, [[βαθιά]] μέσα στη [[νύχτα]], στον ίδ.· <i>ἐπὶ νυκτί</i>, τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν νυκτί</i>, <i>ἐν τῇ νυκτί</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. επίσης, νυχτερινές φρουρές, σε Πίνδ., Πλάτ.· οι Έλληνες διαιρούσαν τη [[νύχτα]] σε [[τρεις]] φυλακές, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> το [[σκοτάδι]] της νύχτας, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτάδι]], [[νύχτα]] του θανάτου, στον ίδ.· νὺξ [[Ἅιδης]] τε σῳζόντων [[κάτω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[Νύξ]], ως κύριο όνομα, η [[θεά]] της νύχτας, [[κόρη]] του Χάους, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">IV.</b> νυχτερινό ή εσπερινό [[μέρος]] του ορίζοντα, δηλ. το δυτικό, η Δύση, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νύξ:''' νυκτός ἡ (дор. dat. pl. νύκτεσσιν)<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. ночь: νυκτί, νυκτός Hom., Her., νύκτα Her. etc., τῆς νυκτός Xen. etc., ἀνὰ или διὰ νύκτα Hom., ἐπὶ νυκτί Hes., διὰ (τῆς) νυκτός и ἐν νυκτί NT, μετὰ νύκτας Pind. ночью, в течение ночи; εἰς (τὴν) νύκτα и κατὰ νύκτα Xen. с наступлением ночи; ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα Plat. от ночи до ночи, т. е. день-деньской; νύκτας τε καὶ [[ἦμαρ]] Hom., νύκτας τε καὶ ἡμέρας Plat. и ἐφ᾽ ἡμέρῃ ἠδ᾽ ἐπὶ νυκτί Hes. днем и ночью; [[πόρρω]] τῶν νυκτῶν Plat. поздняя ночь; μέσαι νύκτες Thuc. и ἐν μέσῳ νυκτῶν Plat., [[μέσης]] νυκτός и κατὰ [[μέσον]] τῆς νυκτός NT в полночь; [[ἦμος]] δὲ [[τρίχα]] νυκτὸς [[ἔην]] Hom. когда наступила (последняя) треть ночи, т. е. под утро; νυκτὶ [[ἐοικώς]] Hom. ночи подобный, т. е. гневный;<br /><b class="num">2)</b> [[тьма]], [[мрак]]: νυκτὶ καλύπτειν Hom. окутать тьмой.
}}
}}
{{etym
{{etym