Anonymous

πάραλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πάρᾰλος:''' [ἅλς]<br /><b class="num">1)</b> [[приморский]] (ἄντρα Soph.; χέρσοι Eur.): ἡ π. γῆ Thuc. морское побережье (только об Аттике);<br /><b class="num">2)</b> [[морской]]: ὁ π. [[στρατός]] Her. военно-морские силы, флот.
|elrutext='''πάρᾰλος:''' [ἅλς]<br /><b class="num">1)</b> [[приморский]] (ἄντρα Soph.; χέρσοι Eur.): ἡ π. γῆ Thuc. морское побережье (только об Аттике);<br /><b class="num">2)</b> [[морской]]: ὁ π. [[στρατός]] Her. военно-морские силы, флот.
}}
{{elru
|elrutext='''πάραλος:''' <b class="num">II</b> ἡ бот. парал (вид приморского растения) Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάρᾰλος:''' -ον (ἅλς),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βρίσκεται κοντά ή δίπλα στη [[θάλασσα]], σε Σοφ., Ευρ.· που βρίσκεται κοντά στο [[αλάτι]] (με [[λογοπαίγνιο]] της λέξης <i>ἡ Πάραλος</i>), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που σχετίζεται με τη [[θάλασσα]], ο [[ναυτικός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ἡ [[πάραλος]] γῆ, τα παράλια της Αττικής (πρβλ. [[παράλιος]] II), σε Θουκ.· απ' όπου, <i>οἱ Πάραλοι</i>, οι άνθρωποι που βρίσκονται ή διαμένουν κοντά στην [[ακτογραμμή]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ἡ Πάραλος [[ναῦς]] ή <i>ἡ Πάραλος</i> μόνο, η Πάραλος, ένα από τα ιερά Αθηναϊκά πλοία που βρίσκονται στην [[υπηρεσία]] της πόλης, σε Θουκ., Δημ.· επίσης <i>Πάραλος</i> ([[χωρίς]] [[άρθρο]]), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οἱ Πάραλοι</i>, το [[πλήρωμα]] της Παράλου, στον ίδ., Θουκ.
|lsmtext='''πάρᾰλος:''' -ον (ἅλς),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βρίσκεται κοντά ή δίπλα στη [[θάλασσα]], σε Σοφ., Ευρ.· που βρίσκεται κοντά στο [[αλάτι]] (με [[λογοπαίγνιο]] της λέξης <i>ἡ Πάραλος</i>), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που σχετίζεται με τη [[θάλασσα]], ο [[ναυτικός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ἡ [[πάραλος]] γῆ, τα παράλια της Αττικής (πρβλ. [[παράλιος]] II), σε Θουκ.· απ' όπου, <i>οἱ Πάραλοι</i>, οι άνθρωποι που βρίσκονται ή διαμένουν κοντά στην [[ακτογραμμή]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ἡ Πάραλος [[ναῦς]] ή <i>ἡ Πάραλος</i> μόνο, η Πάραλος, ένα από τα ιερά Αθηναϊκά πλοία που βρίσκονται στην [[υπηρεσία]] της πόλης, σε Θουκ., Δημ.· επίσης <i>Πάραλος</i> ([[χωρίς]] [[άρθρο]]), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οἱ Πάραλοι</i>, το [[πλήρωμα]] της Παράλου, στον ίδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''πάραλος:''' <b class="num">II</b> ἡ бот. парал (вид приморского растения) Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj