Anonymous

οὖλον: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />gencive.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=ου (τό) :<br />gencive.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{elru
|elrutext='''οὖλον:''' τό (преимущ. pl.) десна Aesch., Plat., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὖλον:''' τό, [[κυρίως]] στον πληθ. <i>οὖλα</i>, <i>τά</i>, τα ούλα, τα τμήματα της στοματικής κοιλότητας που περιβάλλουν τα δόντια, σε Αισχύλ., Πλάτ.
|lsmtext='''οὖλον:''' τό, [[κυρίως]] στον πληθ. <i>οὖλα</i>, <i>τά</i>, τα ούλα, τα τμήματα της στοματικής κοιλότητας που περιβάλλουν τα δόντια, σε Αισχύλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὖλον:''' τό (преимущ. pl.) десна Aesch., Plat., Arst.
}}
}}
{{etym
{{etym