Anonymous

οἶκτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> lamentation;<br /><b>2</b> pitié, compassion.<br />'''Étymologie:''' [[οἴ]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> lamentation;<br /><b>2</b> pitié, compassion.<br />'''Étymologie:''' [[οἴ]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἶκτος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[скорбный вопль]], [[сетование]], [[жалоба]] (οἰκτρὸν οἶκτον [[ἀΐων]] Aesch.; οἶκτοι καὶ ὀλοφυρμοί Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[сочувствие]], [[сострадание]] (οἶ. δ᾽ [[ἕλε]] λαὸν ἅπαντα Hom.): οἶ. τις ἴσχει κατακτείνειν Her. какое-то чувство жалости удержало (его) от убийства.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἶκτος:''' ὁ (οἴ, αχ!)·<br /><b class="num">1.</b> [[λύπηση]], [[έλεος]], συμπόνοια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν. αντικ., [[συμπάθεια]] προς, [[οἶκτος]] τῆς πόλιος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έκφραση]] συμπάθειας, [[θρήνος]], [[αξιολύπητος]] [[οδυρμός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· και σε πληθ., σε Πλάτ., Ευρ.
|lsmtext='''οἶκτος:''' ὁ (οἴ, αχ!)·<br /><b class="num">1.</b> [[λύπηση]], [[έλεος]], συμπόνοια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν. αντικ., [[συμπάθεια]] προς, [[οἶκτος]] τῆς πόλιος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έκφραση]] συμπάθειας, [[θρήνος]], [[αξιολύπητος]] [[οδυρμός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· και σε πληθ., σε Πλάτ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἶκτος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[скорбный вопль]], [[сетование]], [[жалоба]] (οἰκτρὸν οἶκτον [[ἀΐων]] Aesch.; οἶκτοι καὶ ὀλοφυρμοί Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[сочувствие]], [[сострадание]] (οἶ. δ᾽ [[ἕλε]] λαὸν ἅπαντα Hom.): οἶ. τις ἴσχει κατακτείνειν Her. какое-то чувство жалости удержало (его) от убийства.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj