3,276,318
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=s'avancer dans, à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμβαίνω]]. | |btext=s'avancer dans, à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρεμβαίνω:''' [[входить]], [[погружаться]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[εμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] πλαγίως, [[εισέρχομαι]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[μπαίνω]] στην [[μέση]], [[επεμβαίνω]], [[μεσολαβώ]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, [[λύση]] διαφοράς ή [[άσκηση]] επιρροής<br /><b>3.</b> ανακατεύομαι σε μια [[υπόθεση]], [[ενέργεια]] ή [[ασχολία]] που δεν μέ αφορά άμεσα, [[επειδή]] το [[θέλω]] ή [[επειδή]] [[είναι]] [[ανάγκη]] («το [[κράτος]] παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή)<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> [[αποδέχομαι]] ή [[πληρώνω]] [[συναλλαγματική]] [[αντί]] του αποδέκτη ή πληρωτή που καθορίζεται σε αυτήν<br /><b>5.</b> <b>(νομ.)</b> α) [[προσέρχομαι]], [[επεμβαίνω]] δικαστικώς για [[συμμετοχή]] μου σε [[δίκη]] υφιστάμενη [[μεταξύ]] άλλων προσώπων, με την [[αιτιολογία]] πως έχω νόμιμο [[συμφέρον]] το οποίο [[πρέπει]] να τεθεί στην [[κρίση]] του δικαστηρίου και να ληφθεί υπ' όψιν [[κατά]] την [[εκδίκαση]]<br />β) [[μετέχω]] [[κατά]] [[πρόσκληση]] σε [[δικαιοπραξία]] συμβεβαιώνοντας και συναινώντας με έναν από τους συμβαλλομένους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαίνω]], [[βαδίζω]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[δίπλα]] σε κάποιον [[πάνω]] σε [[άρμα]]. | |mltxt=ΝΑ [[εμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] πλαγίως, [[εισέρχομαι]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[μπαίνω]] στην [[μέση]], [[επεμβαίνω]], [[μεσολαβώ]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, [[λύση]] διαφοράς ή [[άσκηση]] επιρροής<br /><b>3.</b> ανακατεύομαι σε μια [[υπόθεση]], [[ενέργεια]] ή [[ασχολία]] που δεν μέ αφορά άμεσα, [[επειδή]] το [[θέλω]] ή [[επειδή]] [[είναι]] [[ανάγκη]] («το [[κράτος]] παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή)<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> [[αποδέχομαι]] ή [[πληρώνω]] [[συναλλαγματική]] [[αντί]] του αποδέκτη ή πληρωτή που καθορίζεται σε αυτήν<br /><b>5.</b> <b>(νομ.)</b> α) [[προσέρχομαι]], [[επεμβαίνω]] δικαστικώς για [[συμμετοχή]] μου σε [[δίκη]] υφιστάμενη [[μεταξύ]] άλλων προσώπων, με την [[αιτιολογία]] πως έχω νόμιμο [[συμφέρον]] το οποίο [[πρέπει]] να τεθεί στην [[κρίση]] του δικαστηρίου και να ληφθεί υπ' όψιν [[κατά]] την [[εκδίκαση]]<br />β) [[μετέχω]] [[κατά]] [[πρόσκληση]] σε [[δικαιοπραξία]] συμβεβαιώνοντας και συναινώντας με έναν από τους συμβαλλομένους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαίνω]], [[βαδίζω]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[δίπλα]] σε κάποιον [[πάνω]] σε [[άρμα]]. | ||
}} | }} |