Anonymous

παρατηρητής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0503.png Seite 503]] ὁ, Beobachter, Bemerker, φύσεως D. Sic. 1, 16, u. a. Sp.; Aufseher, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0503.png Seite 503]] ὁ, Beobachter, Bemerker, φύσεως D. Sic. 1, 16, u. a. Sp.; Aufseher, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''παρατηρητής:''' οῦ ὁ [[наблюдатель]] (φύσεως Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. παρατηρήτρια, ΝΑ<br />[[παρατηρώ]]<br />αυτός που παρατηρεί, που ενεργεί παρατηρήσεις, που εξετάζει, που διερευνά [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> αυτός που κατοπτεύει τις κινήσεις του εχθρού από [[παρατηρητήριο]], [[αεροπλάνο]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> α) [[εντεταλμένος]] [[αντιπρόσωπος]] χώρας ή διεθνούς οργανισμού σε σύνοδο, [[συνέδριο]] ή [[άλλο]] αντιπροσωπευτικό [[σώμα]] ενός διεθνούς οργανισμού ή διεθνούς οργάνωσης, [[χωρίς]] [[δικαίωμα]] ψήφου ή υπογραφής αποφάσεων ή ψηφισμάτων, [[αλλά]], μερικές φορές, με [[δικαίωμα]] συμμετοχής στις συζητήσεις<br />β) <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι παρατηρητές</i><br />αντιπρόσωποι ενός διεθνούς οργανισμού, λ.χ. του ΟΗΕ, σε μια γεωγραφική [[περιοχή]], όπου υπάρχουν εκκρεμή προβλήματα και αμφισβητούμενα θέματα, για την [[παρακολούθηση]] της κατάστασης και την ενημέρωσή του, ή σε μια [[χώρα]] για την [[παρακολούθηση]] της διεξαγωγής μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, λ.χ. δημοψηφίσματος ή εκλογών, [[έπειτα]] από ειδική [[απόφαση]] τών αντίστοιχων οργανισμών ή οργάνων και [[αποδοχή]] της από τα ενδιαφερόμενα μέρη («οι παρατηρητές του ΟΗΕ στην Κύπρο»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακριβής]] [[εξεταστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που εφορεύει, [[επόπτης]].
|mltxt=ο, θηλ. παρατηρήτρια, ΝΑ<br />[[παρατηρώ]]<br />αυτός που παρατηρεί, που ενεργεί παρατηρήσεις, που εξετάζει, που διερευνά [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> αυτός που κατοπτεύει τις κινήσεις του εχθρού από [[παρατηρητήριο]], [[αεροπλάνο]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> α) [[εντεταλμένος]] [[αντιπρόσωπος]] χώρας ή διεθνούς οργανισμού σε σύνοδο, [[συνέδριο]] ή [[άλλο]] αντιπροσωπευτικό [[σώμα]] ενός διεθνούς οργανισμού ή διεθνούς οργάνωσης, [[χωρίς]] [[δικαίωμα]] ψήφου ή υπογραφής αποφάσεων ή ψηφισμάτων, [[αλλά]], μερικές φορές, με [[δικαίωμα]] συμμετοχής στις συζητήσεις<br />β) <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι παρατηρητές</i><br />αντιπρόσωποι ενός διεθνούς οργανισμού, λ.χ. του ΟΗΕ, σε μια γεωγραφική [[περιοχή]], όπου υπάρχουν εκκρεμή προβλήματα και αμφισβητούμενα θέματα, για την [[παρακολούθηση]] της κατάστασης και την ενημέρωσή του, ή σε μια [[χώρα]] για την [[παρακολούθηση]] της διεξαγωγής μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, λ.χ. δημοψηφίσματος ή εκλογών, [[έπειτα]] από ειδική [[απόφαση]] τών αντίστοιχων οργανισμών ή οργάνων και [[αποδοχή]] της από τα ενδιαφερόμενα μέρη («οι παρατηρητές του ΟΗΕ στην Κύπρο»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακριβής]] [[εξεταστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που εφορεύει, [[επόπτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρατηρητής:''' οῦ ὁ [[наблюдатель]] (φύσεως Diod.).
}}
}}