Anonymous

περιπτωτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> exposé aux accidents de la vie;<br /><b>2</b> qui tombe dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> exposé aux accidents de la vie;<br /><b>2</b> qui tombe dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιπτωτικός:''' досл. падающий, перен. попадающий (τινι Plut.): π. [[ἐνάργεια]] Sext. бросающаяся в глаза очевидность.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιπίπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περίπτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπτωτικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με περιπτωτικό τρόπο, σε [[εξάρτηση]] από τυχαίο [[γεγονός]]<br /><b>2.</b> τυχαία.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιπίπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περίπτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπτωτικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με περιπτωτικό τρόπο, σε [[εξάρτηση]] από τυχαίο [[γεγονός]]<br /><b>2.</b> τυχαία.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπτωτικός:''' досл. падающий, перен. попадающий (τινι Plut.): π. [[ἐνάργεια]] Sext. бросающаяся в глаза очевидность.
}}
}}