3,277,759
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> exposé aux accidents de la vie;<br /><b>2</b> qui tombe dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]]. | |btext=η, ον :<br /><b>1</b> exposé aux accidents de la vie;<br /><b>2</b> qui tombe dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπτωτικός:''' досл. падающий, перен. попадающий (τινι Plut.): π. [[ἐνάργεια]] Sext. бросающаяся в глаза очевидность. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιπίπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περίπτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπτωτικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με περιπτωτικό τρόπο, σε [[εξάρτηση]] από τυχαίο [[γεγονός]]<br /><b>2.</b> τυχαία. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[περιπίπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περίπτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπτωτικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με περιπτωτικό τρόπο, σε [[εξάρτηση]] από τυχαίο [[γεγονός]]<br /><b>2.</b> τυχαία. | ||
}} | }} |