Anonymous

ποικιλόγηρυς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=υος (ὁ, ἡ)<br />aux sons variés.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[γῆρυς]].
|btext=υος (ὁ, ἡ)<br />aux sons variés.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[γῆρυς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλόγηρυς:''' дор. [[ποικιλόγαρυς|ποικῐλόγᾱρυς]], υος adj. разнообразно звучащий, многозвучный ([[φόρμιγξ]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποικῐλόγηρυς:''' Δωρ. -γᾱρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ποικίλες φωνές, αυτός που έχει πολλούς μουσικούς τόνους, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ποικῐλόγηρυς:''' Δωρ. -γᾱρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ποικίλες φωνές, αυτός που έχει πολλούς μουσικούς τόνους, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλόγηρυς:''' дор. [[ποικιλόγαρυς|ποικῐλόγᾱρυς]], υος adj. разнообразно звучащий, многозвучный ([[φόρμιγξ]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποικῐλό-γηρυς, δοριξ ποικῐλό-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ,<br />of [[varied]] [[voice]], [[many]]-toned, Pind.
|mdlsjtxt=ποικῐλό-γηρυς, δοριξ ποικῐλό-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ,<br />of [[varied]] [[voice]], [[many]]-toned, Pind.
}}
}}