3,273,790
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0682.png Seite 682]] gehend, ζῷα, Ggstz von πτηνά, Arist. H. A. 8, 1 part. anim. 1, 3 u. Sp. – Zum Gange, Marsche gehörig; τὰ πορευτικὰ διαστήματα, Pol. 12, 19, 7; [[ἀγωγή]], 12, 20, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0682.png Seite 682]] gehend, ζῷα, Ggstz von πτηνά, Arist. H. A. 8, 1 part. anim. 1, 3 u. Sp. – Zum Gange, Marsche gehörig; τὰ πορευτικὰ διαστήματα, Pol. 12, 19, 7; [[ἀγωγή]], 12, 20, 6. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πορευτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[способный передвигаться по земле]] (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[касающийся хождения]]: ἡ πορευτικὴ [[κίνησις]] Arst. хождение;<br /><b class="num">3)</b> воен. [[касающийся перехода]], [[походный]], [[маршевый]] (διαστήματα Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πορευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, [[οἷον]] τὸ τῶν καρκίνων [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πορεία]], [[οδοιπορικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πορευτικά κύτταρα»<br /><b>ανατ.</b> [[ονομασία]] τών [[λευκών]] αιμοσφαιρίων τα οποία απαντούν στον συνδετικό ιστό υπό διάφορες μορφές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πλοία) αυτά που συνοδεύουν τα πλοία που μεταφέρουν σίτο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πορευτικός]] [[στόλος]]» — ναυτική [[δύναμη]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[πορευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, [[οἷον]] τὸ τῶν καρκίνων [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πορεία]], [[οδοιπορικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πορευτικά κύτταρα»<br /><b>ανατ.</b> [[ονομασία]] τών [[λευκών]] αιμοσφαιρίων τα οποία απαντούν στον συνδετικό ιστό υπό διάφορες μορφές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πλοία) αυτά που συνοδεύουν τα πλοία που μεταφέρουν σίτο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πορευτικός]] [[στόλος]]» — ναυτική [[δύναμη]]. | ||
}} | }} |