Anonymous

προθετικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0723.png Seite 723]] ή, όν, zum Vorsetzen gehörig, Sp.; [[μόριον]], die Präposition, D. Hal.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0723.png Seite 723]] ή, όν, zum Vorsetzen gehörig, Sp.; [[μόριον]], die Präposition, D. Hal.
}}
{{elru
|elrutext='''προθετικός:''' [[устанавливающий]], [[полагающий]]: π. τοῦ τέλους Arst. целеустремленный.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προθετικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πρόθεσις]] / [[προθετός]]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[πρόθεση]], ως [[μέρος]] του λόγου, ή αυτός που χρησιμεύει ως [[πρόθεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[θέση]] πρόθεσης<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) ο [[σχετικός]] με μια [[πρόθεση]], δηλ. με [[αντικατάσταση]] οργάνου ή μέλους από [[μηχάνημα]] που αναπαράγει τη [[μορφή]] του ή και τη [[λειτουργία]] του («προθετικά [[μέλη]]» — τεχνητά υποκατάστατα ενός μέλους ή τμήματος του σώματος)<br />β) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η προθετική</i><br />[[κλάδος]] της χειρουργικής που ασχολείται με τις προθέσεις («οδοντική προθετική»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τίθεται [[μπροστά]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κάτι]] [[μπροστά]] στα μάτια του<br /><b>3.</b> ο [[σχετικός]] με την [[πρόθεση]], δηλ. με τον προκείμενο σκοπό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προθετικὸν [[μόριον]]» — η [[πρόθεση]].
|mltxt=-ή, -ό / [[προθετικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πρόθεσις]] / [[προθετός]]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[πρόθεση]], ως [[μέρος]] του λόγου, ή αυτός που χρησιμεύει ως [[πρόθεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[θέση]] πρόθεσης<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) ο [[σχετικός]] με μια [[πρόθεση]], δηλ. με [[αντικατάσταση]] οργάνου ή μέλους από [[μηχάνημα]] που αναπαράγει τη [[μορφή]] του ή και τη [[λειτουργία]] του («προθετικά [[μέλη]]» — τεχνητά υποκατάστατα ενός μέλους ή τμήματος του σώματος)<br />β) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η προθετική</i><br />[[κλάδος]] της χειρουργικής που ασχολείται με τις προθέσεις («οδοντική προθετική»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τίθεται [[μπροστά]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κάτι]] [[μπροστά]] στα μάτια του<br /><b>3.</b> ο [[σχετικός]] με την [[πρόθεση]], δηλ. με τον προκείμενο σκοπό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προθετικὸν [[μόριον]]» — η [[πρόθεση]].
}}
{{elru
|elrutext='''προθετικός:''' [[устанавливающий]], [[полагающий]]: π. τοῦ τέλους Arst. целеустремленный.
}}
}}