Anonymous

προσκλητικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui sert à appeler, qui appelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσκαλέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui sert à appeler, qui appelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσκαλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσκλητικός:''' [[зовущий]], [[призывный]] ([[φωνή]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσκαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόσκληση]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο προσκαλείται [[κάποιος]], αυτός που χρησιμεύει για [[πρόσκληση]]<br /><b>3.</b> [[προκλητικός]], [[σαγηνευτικός]] («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ [[κάλλος]]», Φίλ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσκαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόσκληση]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο προσκαλείται [[κάποιος]], αυτός που χρησιμεύει για [[πρόσκληση]]<br /><b>3.</b> [[προκλητικός]], [[σαγηνευτικός]] («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ [[κάλλος]]», Φίλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''προσκλητικός:''' [[зовущий]], [[призывный]] ([[φωνή]] Plut.).
}}
}}