Anonymous

προτακτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, ον :<br />qu’on place devant ; <i>t. de gramm.</i> τὸ προτακτικὸν [[ἄρθρον]] l'article antéposé, <i>càd</i> l'article défini ὁ, ἡ, τό.<br />'''Étymologie:''' [[προτάσσω]].
|btext=ή, ον :<br />qu’on place devant ; <i>t. de gramm.</i> τὸ προτακτικὸν [[ἄρθρον]] l'article antéposé, <i>càd</i> l'article défini ὁ, ἡ, τό.<br />'''Étymologie:''' [[προτάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προτακτικός:''' грам. предшествующий, ставящийся впереди: τὸ [[ἄρθρον]] προτακτικόν грамматический член.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προτακτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προτάσσω]]<br /><b>1.</b> προτασσόμενος, προτιθέμενος (α. «προτακτική [[συλλαβή]]» β. «[[προτακτικός]] [[σύνδεσμος]]» γ. «προτακτικό [[φωνήεν]]» — το πρώτο από τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελούνται οι δίφθογγοι σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το δεύτερο, που λέγεται υποτακτικό)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα προτακτικά</i><br /><b>γραμμ.</b> τα γλωσσικά στοιχεία, φωνήεντα ή ονόματα, που τίθενται [[μπροστά]] από ορισμένες λέξεις [[χωρίς]] να επηρεάζουν την [[κλίση]] ή να μεταβάλλουν τη [[σημασία]] τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προτακτικά φωνήεντα»<br /><b>γραμμ.</b> τα φωνήεντα που αναπτύσσονται στην [[αρχή]] μιας λέξης [[χωρίς]] να αλλάζουν το νόημά της, όπως λ, χ. [[βδέλλα]] [[αβδέλλα]], [[σκιά]] - [[ήσκιος]]<br />β) «προτακτικά ονόματα» — ορισμένοι συγκεκομμένοι τύποι ή τύποι της αιτιατικής τών [[κοινών]] ουσιαστικών και επιθέτων που τίθενται άκλιτα [[πριν]] από κύρια ή κοινά ονόματα, όπως λ.χ. <i>αϊ</i> - Γιώργης, <i>μαστρο</i>- [[Γιάννης]], <i>μπαρμπα</i>-Πέτρος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προτακτικῶς</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο προτακτικό, [[κατά]] [[πρόταξη]].
|mltxt=-ή, -ό / [[προτακτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προτάσσω]]<br /><b>1.</b> προτασσόμενος, προτιθέμενος (α. «προτακτική [[συλλαβή]]» β. «[[προτακτικός]] [[σύνδεσμος]]» γ. «προτακτικό [[φωνήεν]]» — το πρώτο από τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελούνται οι δίφθογγοι σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το δεύτερο, που λέγεται υποτακτικό)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα προτακτικά</i><br /><b>γραμμ.</b> τα γλωσσικά στοιχεία, φωνήεντα ή ονόματα, που τίθενται [[μπροστά]] από ορισμένες λέξεις [[χωρίς]] να επηρεάζουν την [[κλίση]] ή να μεταβάλλουν τη [[σημασία]] τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προτακτικά φωνήεντα»<br /><b>γραμμ.</b> τα φωνήεντα που αναπτύσσονται στην [[αρχή]] μιας λέξης [[χωρίς]] να αλλάζουν το νόημά της, όπως λ, χ. [[βδέλλα]] [[αβδέλλα]], [[σκιά]] - [[ήσκιος]]<br />β) «προτακτικά ονόματα» — ορισμένοι συγκεκομμένοι τύποι ή τύποι της αιτιατικής τών [[κοινών]] ουσιαστικών και επιθέτων που τίθενται άκλιτα [[πριν]] από κύρια ή κοινά ονόματα, όπως λ.χ. <i>αϊ</i> - Γιώργης, <i>μαστρο</i>- [[Γιάννης]], <i>μπαρμπα</i>-Πέτρος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προτακτικῶς</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο προτακτικό, [[κατά]] [[πρόταξη]].
}}
{{elru
|elrutext='''προτακτικός:''' грам. предшествующий, ставящийся впереди: τὸ [[ἄρθρον]] προτακτικόν грамматический член.
}}
}}