3,277,002
edits
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 30: | Line 30: | ||
Neben zahlreichen erhaltenen Exemplaren ist die Verwendung der Strigilis auch in vielen Darstellungen der griechischen Vasenmalerei sowie in Gestalt der so genannten Apoxyomenos-Statuen („Abschabender“) belegt. | Neben zahlreichen erhaltenen Exemplaren ist die Verwendung der Strigilis auch in vielen Darstellungen der griechischen Vasenmalerei sowie in Gestalt der so genannten Apoxyomenos-Statuen („Abschabender“) belegt. | ||
{{elru | |||
|elrutext='''στλεγγίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[банный скребок]] (с полой ручкой) Plat., Arph., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[головной гребень]] (праздничное украшение женщин) Xen., Polyb. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στλεγγίς''': -ίδος, ἡ, ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] τῆς ξύστρας, (Ἐρωτιαν. Γλωσσ. Ἱππ.), «ξυστρὶ» δι’οὗ ἀπέξεον τὸ [[ἔλαιον]] μετὰ τοῦ κονιορτοῦ (γλοιὸς) ἀπὸ τοῦ δέρματος ἐν τῷ λουτρῷ ἢ μετὰ τὰς ἐν τῇ παλαίστρᾳ ἀσκήσεις, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 189, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 368C, πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 141· - παροιμ. ἐπὶ πενίας, οὐδ’ ἐστὶν αὐτῇ στλεγγὶς οὐδὲ [[λήκυθος]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14, πρβλ. Κικ. Fin. 4. 12, Πλουτ. 2. 59F· - ἐν Σπάρτῃ ἐχρῶντο καλάμῳ, ἀλλὰ συνήθως ἦτο ἐκ μετάλλου, Πλούτ. 2. 239Α, πρβλ. Διόδ. 13. 81. ΙΙ. [[εἶδος]] τιάρας ἐπικεκοσμημένης διὰ μετάλλου ([[ἐπίτηκτος]]), Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 9 καὶ 10, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 179· ἐκ χρυσοῦ, Πολύβ. 26. 7, 10, Ἀθήν. 128D· προβαλλομένη ὡς [[βραβεῖον]], Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 10· ἐφόρουν δὲ αὐτὴν οἱ θεωροὶ οἱ πεμπόμενοι εἴς τι [[μαντεῖον]] κατ’ ἐπίσημὸν τινα ἑορτήν, Ἡρακλείδ. Ταρ. παρ’ Ἐρωτιαν., Γλωσσ. Ἱππ., Σωσίβ. παρ’ Ἀθην. 674Β· παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 556, αἱ γυναῖκες λέγονται ἀντλοῦσαι [[οἶνον]] διὰ τῶν στλεγγίδων· οὕτω, τῇ στλ. κἄν ἀρύσαιτό τις Ἀριστ. Τοπ. 6. 6. 18. - Τῆς λέξεως ἀπαντῶσι πολλοὶ τύποι, στελγὶς Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ.· στλέγγος Α. Β. 793· στεργὶς Ἀρτεμ. 1. 66· στρεγγὶς Ἡρακλείδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λατιν. strigil (striyo,· ὑποκορ. στλεγγίον, Α. Β. 793. | |lstext='''στλεγγίς''': -ίδος, ἡ, ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] τῆς ξύστρας, (Ἐρωτιαν. Γλωσσ. Ἱππ.), «ξυστρὶ» δι’οὗ ἀπέξεον τὸ [[ἔλαιον]] μετὰ τοῦ κονιορτοῦ (γλοιὸς) ἀπὸ τοῦ δέρματος ἐν τῷ λουτρῷ ἢ μετὰ τὰς ἐν τῇ παλαίστρᾳ ἀσκήσεις, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 189, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 368C, πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 141· - παροιμ. ἐπὶ πενίας, οὐδ’ ἐστὶν αὐτῇ στλεγγὶς οὐδὲ [[λήκυθος]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14, πρβλ. Κικ. Fin. 4. 12, Πλουτ. 2. 59F· - ἐν Σπάρτῃ ἐχρῶντο καλάμῳ, ἀλλὰ συνήθως ἦτο ἐκ μετάλλου, Πλούτ. 2. 239Α, πρβλ. Διόδ. 13. 81. ΙΙ. [[εἶδος]] τιάρας ἐπικεκοσμημένης διὰ μετάλλου ([[ἐπίτηκτος]]), Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 9 καὶ 10, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 179· ἐκ χρυσοῦ, Πολύβ. 26. 7, 10, Ἀθήν. 128D· προβαλλομένη ὡς [[βραβεῖον]], Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 10· ἐφόρουν δὲ αὐτὴν οἱ θεωροὶ οἱ πεμπόμενοι εἴς τι [[μαντεῖον]] κατ’ ἐπίσημὸν τινα ἑορτήν, Ἡρακλείδ. Ταρ. παρ’ Ἐρωτιαν., Γλωσσ. Ἱππ., Σωσίβ. παρ’ Ἀθην. 674Β· παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 556, αἱ γυναῖκες λέγονται ἀντλοῦσαι [[οἶνον]] διὰ τῶν στλεγγίδων· οὕτω, τῇ στλ. κἄν ἀρύσαιτό τις Ἀριστ. Τοπ. 6. 6. 18. - Τῆς λέξεως ἀπαντῶσι πολλοὶ τύποι, στελγὶς Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ.· στλέγγος Α. Β. 793· στεργὶς Ἀρτεμ. 1. 66· στρεγγὶς Ἡρακλείδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λατιν. strigil (striyo,· ὑποκορ. στλεγγίον, Α. Β. 793. | ||
Line 46: | Line 49: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στλεγγίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> όργανο απόξεσης, [[ξυστρί]], που χρησιμοποιείτο για να απομακρύνει από το [[δέρμα]] [[λάδι]] και [[σκόνη]] ([[γλοιός]]) [[μετά]] το [[λουτρό]] ή την [[άσκηση]] στην [[παλαίστρα]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> είδος [[τιάρας]] διακοσμημένης με [[μέταλλο]], σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''στλεγγίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> όργανο απόξεσης, [[ξυστρί]], που χρησιμοποιείτο για να απομακρύνει από το [[δέρμα]] [[λάδι]] και [[σκόνη]] ([[γλοιός]]) [[μετά]] το [[λουτρό]] ή την [[άσκηση]] στην [[παλαίστρα]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> είδος [[τιάρας]] διακοσμημένης με [[μέταλλο]], σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
==Russian Wikipedia== | ==Russian Wikipedia== |