Anonymous

σπινθηρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire jaillir des étincelles.<br />'''Étymologie:''' [[σπινθήρ]].
|btext=faire jaillir des étincelles.<br />'''Étymologie:''' [[σπινθήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''σπινθηρίζω:''' [[вызывать искры]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σπινθήρ]](<i>ας</i>)]<br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] σπινθήρες, [[σπινθηροβολώ]]<br /><b>2.</b> [[εκπέμπω]] φωτεινές ακτίνες, [[ακτινοβολώ]], [[φεγγοβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) [[σπιθίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σπινθηρίζον [[πνεύμα]]» — [[πνεύμα]] που εκπέμπει σπινθήρες ευφυΐας, που πετάει σπίθες, πολύ έξυπνο και εφευρετικό<br /><b>αρχ.</b><br />[[προκαλώ]] την [[εκπομπή]] σπινθήρων, [[κάνω]] [[κάτι]] να σπιθοβολεί.
|mltxt=ΝΜΑ [[σπινθήρ]](<i>ας</i>)]<br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] σπινθήρες, [[σπινθηροβολώ]]<br /><b>2.</b> [[εκπέμπω]] φωτεινές ακτίνες, [[ακτινοβολώ]], [[φεγγοβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) [[σπιθίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σπινθηρίζον [[πνεύμα]]» — [[πνεύμα]] που εκπέμπει σπινθήρες ευφυΐας, που πετάει σπίθες, πολύ έξυπνο και εφευρετικό<br /><b>αρχ.</b><br />[[προκαλώ]] την [[εκπομπή]] σπινθήρων, [[κάνω]] [[κάτι]] να σπιθοβολεί.
}}
{{elru
|elrutext='''σπινθηρίζω:''' [[вызывать искры]] Plut.
}}
}}