Anonymous

τίγρις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />tigre, tigresse, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien.
|btext=(ὁ, ἡ)<br />tigre, tigresse, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien.
}}
{{elru
|elrutext='''τίγρις:''' ιος и εως, поздн. ῐδος ὁ и ἡ (pl. Plut. τίγρεις) тигр(ица) Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τίγρῐς:''' ἡ, γεν. <i>τίγριος</i> και <i>τιγρίδος</i>· αιτ. <i>τίγριν</i>· πληθ. ονομ. <i>τίγρεις</i> και <i>τίγριδες</i>· το [[θηρίο]] η [[τίγρις]], άγνωστη στην [[Ελλάδα]] [[μέχρι]] τα χρόνια του Αλεξάνδρου.
|lsmtext='''τίγρῐς:''' ἡ, γεν. <i>τίγριος</i> και <i>τιγρίδος</i>· αιτ. <i>τίγριν</i>· πληθ. ονομ. <i>τίγρεις</i> και <i>τίγριδες</i>· το [[θηρίο]] η [[τίγρις]], άγνωστη στην [[Ελλάδα]] [[μέχρι]] τα χρόνια του Αλεξάνδρου.
}}
{{elru
|elrutext='''τίγρις:''' ιος и εως, поздн. ῐδος ὁ и ἡ (pl. Plut. τίγρεις) тигр(ица) Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj