Anonymous

τειχοποιός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui construit un rempart ; [[οἱ]] τειχοποιοί <i>à Athènes</i> inspecteurs <i>ou</i> directeurs des fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui construit un rempart ; [[οἱ]] τειχοποιοί <i>à Athènes</i> inspecteurs <i>ou</i> directeurs des fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τειχοποιός:''' ὁ строитель стен, т. е. [[Ἀμφίων]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τειχοποιός:''' -όν ([[ποιέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που χτίζει τείχη ή οχυρώματα, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>οἱ τειχοποιοί</i> στην Αθήνα, ήταν εκλεγμένοι άρχοντες επιφορτισμένοι με την [[επιστασία]] της επισκευής των τειχών της πόλης, σε Δημ., Αισχίν.
|lsmtext='''τειχοποιός:''' -όν ([[ποιέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που χτίζει τείχη ή οχυρώματα, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>οἱ τειχοποιοί</i> στην Αθήνα, ήταν εκλεγμένοι άρχοντες επιφορτισμένοι με την [[επιστασία]] της επισκευής των τειχών της πόλης, σε Δημ., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''τειχοποιός:''' ὁ строитель стен, т. е. [[Ἀμφίων]] Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τειχο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[building]] walls or forts, Luc.<br /><b class="num">II.</b> οἱ τειχοποιοί, at [[Athens]], officers [[chosen]] to [[repair]] the [[city]]-walls, Dem., Aeschin.
|mdlsjtxt=τειχο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[building]] walls or forts, Luc.<br /><b class="num">II.</b> οἱ τειχοποιοί, at [[Athens]], officers [[chosen]] to [[repair]] the [[city]]-walls, Dem., Aeschin.
}}
}}