Anonymous

τερμιόεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />qui descend jusqu’aux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέρμιος]].
|btext=όεσσα, όεν;<br />qui descend jusqu’aux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τέρμιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερμιόεις:''' όεσσα, όεν доходящий до земли, спускающийся до пят ([[ἀσπίς]] Hom.; [[χιτών]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερμιόεις:''' -εσσα, -εν ([[τέρμα]]), αυτός που εκτείνεται [[μέχρι]] το [[τέρμα]], <i>ἀσπὶς τερμιόεσσα</i>, [[ασπίδα]] που εκτείνεται από το [[κεφάλι]] [[μέχρι]] τα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, χιτὼν [[τερμιόεις]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''τερμιόεις:''' -εσσα, -εν ([[τέρμα]]), αυτός που εκτείνεται [[μέχρι]] το [[τέρμα]], <i>ἀσπὶς τερμιόεσσα</i>, [[ασπίδα]] που εκτείνεται από το [[κεφάλι]] [[μέχρι]] τα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, χιτὼν [[τερμιόεις]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τερμιόεις:''' όεσσα, όεν доходящий до земли, спускающийся до пят ([[ἀσπίς]] Hom.; [[χιτών]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj