Anonymous

τεκμήριον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> signe de reconnaissance;<br /><b>2</b> marque, témoignage, preuve ; [[τεκμήριον]] δὲ [[τούτου]] [[τόδε]]· [[αἱ]] μὲν γὰρ… HDT et la preuve de ce que je dis, c'est que ; [[τεκμήριον]] [[δέ]] THC en voici la preuve.<br />'''Étymologie:''' [[τέκμαρ]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> signe de reconnaissance;<br /><b>2</b> marque, témoignage, preuve ; [[τεκμήριον]] δὲ [[τούτου]] [[τόδε]]· [[αἱ]] μὲν γὰρ… HDT et la preuve de ce que je dis, c'est que ; [[τεκμήριον]] [[δέ]] THC en voici la preuve.<br />'''Étymologie:''' [[τέκμαρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''τεκμήριον:''' τό (явный) признак, свидетельство, довод, доказательство (τ. τινος [[διδόναι]] Aesch., παρέχεσθαι Xen. или ἀποδεικνύναι Plat.): τ. δέ Thuc., Dem., Arst. доказательством же (этого является следующее).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεκμήριον:''' τό ([[τεκμαίρομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[τέκμαρ]] II, βέβαιο [[σημάδι]] ή [[απόδειξη]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> θετική [[απόδειξη]] ([[κυρίως]] λέγεται για συλλογισμό), σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· στην Αττ. [[πεζογραφία]], [[τεκμήριον]] δέ, ως ανεξάρτητη [[πρόταση]], η [[απόδειξη]] [[αυτού]] είναι το [[εξής]] (αυτό που ακολουθεί), σε Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''τεκμήριον:''' τό ([[τεκμαίρομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[τέκμαρ]] II, βέβαιο [[σημάδι]] ή [[απόδειξη]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> θετική [[απόδειξη]] ([[κυρίως]] λέγεται για συλλογισμό), σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· στην Αττ. [[πεζογραφία]], [[τεκμήριον]] δέ, ως ανεξάρτητη [[πρόταση]], η [[απόδειξη]] [[αυτού]] είναι το [[εξής]] (αυτό που ακολουθεί), σε Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεκμήριον:''' τό (явный) признак, свидетельство, довод, доказательство (τ. τινος [[διδόναι]] Aesch., παρέχεσθαι Xen. или ἀποδεικνύναι Plat.): τ. δέ Thuc., Dem., Arst. доказательством же (этого является следующее).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj