Anonymous

τελευταῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui arrive au terme, qui est à sa fin, final :<br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> τελευταίους [[στῆσαι]] XÉN placer aux derniers rangs ; <i>adv.</i> • τὸ τελευταῖον à la dernière place;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> τὸν τελευταῖον βίον SOPH la fin de la vie ; τελευταῖα [[φήμη]] SOPH la dernière parole ; ἡ τελευταία [[ἡμέρα]] <i>ou simpl.</i> ἡ τελευταία le dernier jour ; <i>adv.</i> • τελευταῖον, • τὸ τελευταῖον, • τὰ τελευταῖα à la fin, finalement, enfin;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> extrême : τελευταία [[ὕβρις]] SOPH le dernier terme de l'injure, le comble de l'outrage.<br />'''Étymologie:''' [[τελευτή]].
|btext=α, ον :<br />qui arrive au terme, qui est à sa fin, final :<br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> τελευταίους [[στῆσαι]] XÉN placer aux derniers rangs ; <i>adv.</i> • τὸ τελευταῖον à la dernière place;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> τὸν τελευταῖον βίον SOPH la fin de la vie ; τελευταῖα [[φήμη]] SOPH la dernière parole ; ἡ τελευταία [[ἡμέρα]] <i>ou simpl.</i> ἡ τελευταία le dernier jour ; <i>adv.</i> • τελευταῖον, • τὸ τελευταῖον, • τὰ τελευταῖα à la fin, finalement, enfin;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> extrême : τελευταία [[ὕβρις]] SOPH le dernier terme de l'injure, le comble de l'outrage.<br />'''Étymologie:''' [[τελευτή]].
}}
{{elru
|elrutext='''τελευταῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[конечный]], [[последний]], [[крайний]]: οἱ τελευταῖοι κύκλοι Her. крайние (т. е. внутренние) из кольцевых стен; ἡ [[τελευταία]] [[ἡμέρα]] Soph., Dem. последний день; ὁ τ. [[βίος]] Soph. конец жизни;<br /><b class="num">2)</b> [[задний]] (πόδες Arst.): οἱ πρῶτοι καὶ οἱ τελευταῖοι Xen. передние и задние ряды (войска);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[крайний]], [[предельный]] ([[ὕβρις]] Soph.). - см. тж. [[τελευταία]], [[τελευταῖα]] и [[τελευταῖον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τελευταῖος:''' -α, -ον ([[τελευτή]]),<br /><b class="num">1.</b> [[έσχατος]], Λατ. [[ultimus]], σε Ηρόδ.· <i>τὰ τελευταῖα</i>, οι καταλήξεις, στον ίδ.· τελευταίους [[στῆσαι]], [[εγκαθιστώ]] στις τελευταίες τάξεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον χρόνο, <i>ἡ τελευταία</i>, με ή [[χωρίς]] το [[ἡμέρα]], η τελευταία [[μέρα]] που έχει οριστεί για [[πληρωμή]], σε Δημ.· η τελευταία [[μέρα]] ενός ανθρώπου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[έσχατος]], δεινότατος, [[ὕβρις]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>τὸ τελευταῖον</i> ως επίρρ., την τελευταία [[φορά]], τελευταίο από όλα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ή <i>τελευταῖον</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· και <i>τὰ τελευταῖα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> επί τέλους, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[αλλά]],<br /><b class="num">3.</b> το επίθ. [[συχνά]] βρίσκεται [[μετά]] από ρήματα όπου κανονικά θα έπρεπε να έχουμε επίρρ., ὁ [[τελευταῖος]] δραμών, σε Αισχύλ.· <i>παρελθόντες τελευταῖοι</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''τελευταῖος:''' -α, -ον ([[τελευτή]]),<br /><b class="num">1.</b> [[έσχατος]], Λατ. [[ultimus]], σε Ηρόδ.· <i>τὰ τελευταῖα</i>, οι καταλήξεις, στον ίδ.· τελευταίους [[στῆσαι]], [[εγκαθιστώ]] στις τελευταίες τάξεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον χρόνο, <i>ἡ τελευταία</i>, με ή [[χωρίς]] το [[ἡμέρα]], η τελευταία [[μέρα]] που έχει οριστεί για [[πληρωμή]], σε Δημ.· η τελευταία [[μέρα]] ενός ανθρώπου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[έσχατος]], δεινότατος, [[ὕβρις]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>τὸ τελευταῖον</i> ως επίρρ., την τελευταία [[φορά]], τελευταίο από όλα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ή <i>τελευταῖον</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· και <i>τὰ τελευταῖα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> επί τέλους, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[αλλά]],<br /><b class="num">3.</b> το επίθ. [[συχνά]] βρίσκεται [[μετά]] από ρήματα όπου κανονικά θα έπρεπε να έχουμε επίρρ., ὁ [[τελευταῖος]] δραμών, σε Αισχύλ.· <i>παρελθόντες τελευταῖοι</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τελευταῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[конечный]], [[последний]], [[крайний]]: οἱ τελευταῖοι κύκλοι Her. крайние (т. е. внутренние) из кольцевых стен; ἡ [[τελευταία]] [[ἡμέρα]] Soph., Dem. последний день; ὁ τ. [[βίος]] Soph. конец жизни;<br /><b class="num">2)</b> [[задний]] (πόδες Arst.): οἱ πρῶτοι καὶ οἱ τελευταῖοι Xen. передние и задние ряды (войска);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[крайний]], [[предельный]] ([[ὕβρις]] Soph.). - см. тж. [[τελευταία]], [[τελευταῖα]] и [[τελευταῖον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj