Anonymous

τετραίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. ao.</i> ἐτέτρηνα, <i>postér.</i> ἐτέτρανα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐτετράνθην, <i>pf.</i> [[τέτρημαι]];<br />percer.<br />'''Étymologie:''' cf. [[τιτράω]].
|btext=<i>seul. ao.</i> ἐτέτρηνα, <i>postér.</i> ἐτέτρανα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐτετράνθην, <i>pf.</i> [[τέτρημαι]];<br />percer.<br />'''Étymologie:''' cf. [[τιτράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετραίνω:''' (aor. ἐτέτρηνα - эп. [[τέτρηνα]], поздн. ἐτέτρανα)<br /><b class="num">1)</b> [[прокалывать]] (τένοντε ποδῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[просверливать]] (τι τερέτρῳ Hom.; [[λίθος]] τετρημένος Her.): αὐλὸς τετρανθείς Anth. свирель с отверстиями; [[χάσμα]] τετρημένον διά τινος Plat. отверстие, проходящее сквозь что-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετραίνω:''' Ιων. μέλ. <i>τετρᾰνέω</i>· Επικ. αορ. [[τέτρηνα]]· οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το <i>*τράω</i>, μέλ. <i>τρήσω</i>, αόρ. <i>ἔτρησα</i> — Παθ., παρακ. [[τέτρημαι]]· [[τρυπάω]], [[διατρυπώ]], σε Όμηρ. — Παθ., [[λίθος]] [[τετρημένος]], σε Ηρόδ.· <i>ὁ οὐρανὸς τέτρηται</i>, ο [[ουρανός]] έχει τρύπες, στον ίδ.· [[χάσμα]] τῆς γῆς τετρημένον, [[χάσμα]] σχηματισμένο από [[κομμάτιασμα]] της γης, σε Πλάτ.
|lsmtext='''τετραίνω:''' Ιων. μέλ. <i>τετρᾰνέω</i>· Επικ. αορ. [[τέτρηνα]]· οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το <i>*τράω</i>, μέλ. <i>τρήσω</i>, αόρ. <i>ἔτρησα</i> — Παθ., παρακ. [[τέτρημαι]]· [[τρυπάω]], [[διατρυπώ]], σε Όμηρ. — Παθ., [[λίθος]] [[τετρημένος]], σε Ηρόδ.· <i>ὁ οὐρανὸς τέτρηται</i>, ο [[ουρανός]] έχει τρύπες, στον ίδ.· [[χάσμα]] τῆς γῆς τετρημένον, [[χάσμα]] σχηματισμένο από [[κομμάτιασμα]] της γης, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετραίνω:''' (aor. ἐτέτρηνα - эп. [[τέτρηνα]], поздн. ἐτέτρανα)<br /><b class="num">1)</b> [[прокалывать]] (τένοντε ποδῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[просверливать]] (τι τερέτρῳ Hom.; [[λίθος]] τετρημένος Her.): αὐλὸς τετρανθείς Anth. свирель с отверстиями; [[χάσμα]] τετρημένον διά τινος Plat. отверстие, проходящее сквозь что-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj