Anonymous

τερπνός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> réjouissant, agréable, charmant ; τὸ τερπνόν le charme, le plaisir ; τὰ τερπνά les plaisirs;<br /><b>2</b> gai, joyeux : [[αὑτῷ]] [[τερπνός]] SOPH <i>litt.</i> qui se plaît à lui-même, <i>càd</i> plein de joie.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]].
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> réjouissant, agréable, charmant ; τὸ τερπνόν le charme, le plaisir ; τὰ τερπνά les plaisirs;<br /><b>2</b> gai, joyeux : [[αὑτῷ]] [[τερπνός]] SOPH <i>litt.</i> qui se plaît à lui-même, <i>càd</i> plein de joie.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερπνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приятный]], [[милый]] (λόγοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[прелестный]] (ἄνθεα Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[радостный]], [[веселый]] ([[γέρων]] Anacr.): [[αὑτῷ]] τ. Soph. радуясь в душе, радостно.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερπνός:''' -ή, -όν ([[τέρπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ευχάριστος]], [[χαρούμενος]], [[ευάρεστος]], αυτός που προκαλεί [[τέρψη]], σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὸ τερπνόν</i>, [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]], σε Θουκ.· <i>τὰ τερπνά</i>, τέρψεις, ηδονές, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αὑτῷ]] [[τερπνός]], με [[ευχαρίστηση]] για τον εαυτό του, σε Σοφ. — συγκρ. και υπερθ., <i>τερπνότερος</i>, <i>τερπνότατος</i>, σε Θέογν.· μεταγεν. <i>τέρπνιστος</i>· επίρρ., <i>τερπνῶς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''τερπνός:''' -ή, -όν ([[τέρπω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ευχάριστος]], [[χαρούμενος]], [[ευάρεστος]], αυτός που προκαλεί [[τέρψη]], σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὸ τερπνόν</i>, [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]], σε Θουκ.· <i>τὰ τερπνά</i>, τέρψεις, ηδονές, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αὑτῷ]] [[τερπνός]], με [[ευχαρίστηση]] για τον εαυτό του, σε Σοφ. — συγκρ. και υπερθ., <i>τερπνότερος</i>, <i>τερπνότατος</i>, σε Θέογν.· μεταγεν. <i>τέρπνιστος</i>· επίρρ., <i>τερπνῶς</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τερπνός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приятный]], [[милый]] (λόγοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[прелестный]] (ἄνθεα Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[радостный]], [[веселый]] ([[γέρων]] Anacr.): [[αὑτῷ]] τ. Soph. радуясь в душе, радостно.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj