3,274,915
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-οίνικος, ό, και τ. επιθ. θηλ. [[φοίνισσα]], Α<br /><b>1.</b> βαθυκόκκινο, πορφυρό [[χρώμα]] που παρασκεύαζαν οι Φοίνικες από ορισμένα κοχύλια και το οποίο χρησιμοποιούσαν στην [[υφαντουργία]] («ζωστῆρα... φοίνικι φαεινόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ερυθρότητα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει βαθυκόκκινο [[χρώμα]], [[πορφυρός]] (α. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-οίνικος, ό, και τ. επιθ. θηλ. [[φοίνισσα]], Α<br /><b>1.</b> βαθυκόκκινο, πορφυρό [[χρώμα]] που παρασκεύαζαν οι Φοίνικες από ορισμένα κοχύλια και το οποίο χρησιμοποιούσαν στην [[υφαντουργία]] («ζωστῆρα... φοίνικι φαεινόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ερυθρότητα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει βαθυκόκκινο [[χρώμα]], [[πορφυρός]] (α. «ταῦροι... φοίνικες», <b>Θεόκρ.</b><br />β. «πυρὸς φοίνικι πνοᾷ», <b>Ευρ.</b><br />γ. «[[φοίνισσα]]... [[φλόξ]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φοῖνιξ]] [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίθ. [[φοινός]] «[[κόκκινος]]» και ερμηνεύεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], ως παρ. του επιθ. [[αυτού]] με το σπάνιο [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, -<i>ικος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κίλ</i>-<i>ιξ</i>, <i>πέρδ</i>-<i>ιξ</i>), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ως σύνθ. με β' συνθετικό το θ. <i>ә</i><sub>3</sub><i>ek</i><sup>w</sup>- / -<i>ә</i><sub>3</sub><i>k</i><sup>w</sup>- [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> [[αἰθός]]: <i>Αἴθιξ</i>). Σύμφωνα με αυτήν την ετυμολόγηση του τ. [[φοῖνιξ]], αρχική σημ. της λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] η σημ. «[[κόκκινος]], [[πυρρόξανθος]]», [[άποψη]] που ενισχύεται και από άλλα δεδομένα, όπως η σημ. του μυκηναϊκού τ. <i>ponikija</i> «[[βαφή]] κόκκινου χρώματος» (<b>βλ. λ.</b> [[φοινίκιος]] [Ι]) και του τ. [[φοινικοπάρηος]] «(για πλοία) αυτός που έχει κόκκινες, βαμμένες με πορφυρό [[χρώμα]] τις δύο πλευρές της πλώρης», [[αλλά]] και η ονομ. [[Φοῖνιξ]] ενός ποταμού [[κοντά]] στις Θερμοπύλες με κοκκινωπά νερά λόγω του σιδήρου που περιέχουν. Στη [[συνέχεια]] η λ. [[φοῖνιξ]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το πορφυρό [[χρώμα]]. Τέλος, από τον τ. [[φοῖνιξ]] προήλθε και το κύριο όν. [[Φοῖνιξ]], του παιδαγωγού του Αχιλλέως, ο [[οποίος]] ονομάστηκε [[έτσι]] από το κόκκινο [[χρώμα]] τών μαλλιών του ή από το κοκκινισμένο από τον ήλιο [[δέρμα]] του].<br /><b>(II)</b><br />-ικος, ὁ, Α<br />[[είδος]] μουσικού οργάνου φοινικικής προέλευσης, που [[πιθανώς]] είχε το [[σχήμα]] κιθάρας και κατασκευαζόταν από [[ξύλο]] φοίνικα της Δήλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είδος μουσικού οργάνου ξενικής [[μάλλον]] προέλευσης, φοινικικής [[κατά]] μία [[άποψη]], [[οπότε]] δικαιολογείται και η [[προέλευση]] της ονομασίας του από το όν. [[Φοῖνιξ]]. Η [[άποψη]] ότι το όργανο ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] οι λαβές του ήταν κατασκευασμένες από [[ξύλο]] φοίνικα της Δήλου (<b>βλ. λ.</b> [[φοίνικας]] [Ι]) προσκρούει στη [[μαρτυρία]] του Ηροδότου, σύμφωνα με την οποία οι λαβές αυτές κατασκευάζονταν από κέρατα ζώων].<br /><b>(III)</b><br />-οίνικος, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φοίνικας]] (Ι).<br /><b>(IV)</b><br />-οίνικος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φοίνικας]] (II). | ||
}} | }} |