3,271,322
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ θυμῶ, -όω, Μ και [[θυμώνω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προκαλώ]] την [[οργή]] κάποιου, [[κάνω]] κάποιον να εξοργιστεί, τον [[εκνευρίζω]], [[επισύρω]] την [[οργή]] του, τον [[φουρκίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (ενεργ. και μέσ.-παθ.) [[θυμώνω]], <i>θυμώνομαι</i> (νεοελλ.-μσν.), <i>θυμῶ</i>, <i>θυμοῦμαι</i> (μσν.-αρχ.)<br />εξοργίζομαι, καταλαμβάνομαι από θυμό, εξάπτομαι, [[αγανακτώ]] («[[τότε]] Ἡρώδης... ἐθυμώθη [[λίαν]]», <b>Κ.Δ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. προσ. αντων. μού, σού, του, της, μάς, σάς, τους) [[διακόπτω]] τις σχέσεις μου με κάποιον, [[κακιώνω]], ψυχραίνομαι [[μαζί]] του («του θύμωσα»)<br /><b>2.</b> (για καιρική [[κατάσταση]], στοιχεία της φύσεως <b>κ.λπ.</b>) [[αγριεύω]], [[γίνομαι]] [[θυελλώδης]] («θύμωσε ο Βοριάς», «αρχίζει και θυμώνει η [[θάλασσα]]»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρκμ.) <i>θυμωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />(για πληγές, δερματικά νοσήματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει επιδεινωθεί, που έχει χειροτερέψει, κακοφορμισμένος («το [[σπυρί]] [[σήμερα]] [[είναι]] πολύ θυμωμένο»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρκμ. ως επίρρ.) <i>θυμωμένα</i><br />με θυμό, με [[οργή]], οργισμένα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για ζώα) [[αγριεύω]], [[τσινάω]], δεν [[υπακούω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>θυμώνομαι</i><br />οργίζομαι, [[επαναστατώ]], εξεγείρομαι, χολώνομαι, [[αγανακτώ]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρκμ. ως επίθ.) <i>θυμωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αγριεμένος, οργισμένος<br />β) [[άγριος]], [[ανήμερος]]<br />γ) ψυχωμένος, [[θαρραλέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[είμαι]] [[άγριος]], [[ατίθασος]], [[δυσήνιος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ θυμούμενον</i><br />[[θυμός]], [[οργή]], [[οργίλος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α. «θυμοῦμαὶ τινι» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου ή για [[κάτι]]<br />β. «θυμοῦμαι εἴς τι» — [[εκδηλώνω]] την εσωτερική [[μανία]] μου με [[κάτι]] ( | |mltxt=(ΑΜ θυμῶ, -όω, Μ και [[θυμώνω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προκαλώ]] την [[οργή]] κάποιου, [[κάνω]] κάποιον να εξοργιστεί, τον [[εκνευρίζω]], [[επισύρω]] την [[οργή]] του, τον [[φουρκίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (ενεργ. και μέσ.-παθ.) [[θυμώνω]], <i>θυμώνομαι</i> (νεοελλ.-μσν.), <i>θυμῶ</i>, <i>θυμοῦμαι</i> (μσν.-αρχ.)<br />εξοργίζομαι, καταλαμβάνομαι από θυμό, εξάπτομαι, [[αγανακτώ]] («[[τότε]] Ἡρώδης... ἐθυμώθη [[λίαν]]», <b>Κ.Δ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. προσ. αντων. μού, σού, του, της, μάς, σάς, τους) [[διακόπτω]] τις σχέσεις μου με κάποιον, [[κακιώνω]], ψυχραίνομαι [[μαζί]] του («του θύμωσα»)<br /><b>2.</b> (για καιρική [[κατάσταση]], στοιχεία της φύσεως <b>κ.λπ.</b>) [[αγριεύω]], [[γίνομαι]] [[θυελλώδης]] («θύμωσε ο Βοριάς», «αρχίζει και θυμώνει η [[θάλασσα]]»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρκμ.) <i>θυμωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />(για πληγές, δερματικά νοσήματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει επιδεινωθεί, που έχει χειροτερέψει, κακοφορμισμένος («το [[σπυρί]] [[σήμερα]] [[είναι]] πολύ θυμωμένο»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρκμ. ως επίρρ.) <i>θυμωμένα</i><br />με θυμό, με [[οργή]], οργισμένα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για ζώα) [[αγριεύω]], [[τσινάω]], δεν [[υπακούω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>θυμώνομαι</i><br />οργίζομαι, [[επαναστατώ]], εξεγείρομαι, χολώνομαι, [[αγανακτώ]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρκμ. ως επίθ.) <i>θυμωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αγριεμένος, οργισμένος<br />β) [[άγριος]], [[ανήμερος]]<br />γ) ψυχωμένος, [[θαρραλέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[είμαι]] [[άγριος]], [[ατίθασος]], [[δυσήνιος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ θυμούμενον</i><br />[[θυμός]], [[οργή]], [[οργίλος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α. «θυμοῦμαὶ τινι» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου ή για [[κάτι]]<br />β. «θυμοῦμαι εἴς τι» — [[εκδηλώνω]] την εσωτερική [[μανία]] μου με [[κάτι]] («ταῦροι δ' ὑβρισταί [[κεἰς]] [[κέρας]] θυμούμενοι» — ταύροι ατίθασοι που εκδηλώνουν την [[οργή]] τους με τα κέρατα, που κερατώνουν οργισμένοι, <b>Ευρ.</b>)<br />γ. «θυμοῦμαί τινὶ τινος» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου για [[κάτι]]<br />δ. «[[θυμούμαι]] [[περί]] τινος» ή «θυμοῦμαι [[πρός]] τινα» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[θυμώνω]] προέκυψε από μεταπλασμό του [[θυμώ]] (I) (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]]), [[πρβλ]]. [[δηλώ]] > [[δηλώνω]], <i>δουλώ</i> > [[δουλώνω]]]. | ||
}} | }} |