τρωγλοδύτης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite dans des trous ; <i>particul.</i> ὁ [[τρωγλοδύτης]], troglodyte, <i>autre nom du</i> [[τροχίλος]], roitelet, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τρώγλη]], [[δύω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite dans des trous ; <i>particul.</i> ὁ [[τρωγλοδύτης]], troglodyte, <i>autre nom du</i> [[τροχίλος]], roitelet, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τρώγλη]], [[δύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρωγλοδύτης:''' ου (ῠ) adj. живущий в пещере или норе (Αἰθίοπες Her.; ζῷα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρωγλοδύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[δύω]]), αυτός που διεισδύει σε [[τρώγλη]]· <i>Τρωγλοδύται</i>, <i>οἱ</i>, αυτοί που κατοικούν σε τρώγλες ή σπηλιές, κάποια Αιθιοπική [[φυλή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τρωγλοδύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[δύω]]), αυτός που διεισδύει σε [[τρώγλη]]· <i>Τρωγλοδύται</i>, <i>οἱ</i>, αυτοί που κατοικούν σε τρώγλες ή σπηλιές, κάποια Αιθιοπική [[φυλή]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρωγλοδύτης:''' ου (ῠ) adj. живущий в пещере или норе (Αἰθίοπες Her.; ζῷα Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρωγλο-δῠ́της, ου, ὁ, [δύω]<br />one who creeps [[into]] holes:— Τρωγλοδύται, ῶν, οἱ, Troglodytes, [[cave]]-men, an Aethiopian [[tribe]], Hdt.
|mdlsjtxt=τρωγλο-δῠ́της, ου, ὁ, [δύω]<br />one who creeps [[into]] holes:— Τρωγλοδύται, ῶν, οἱ, Troglodytes, [[cave]]-men, an Aethiopian [[tribe]], Hdt.
}}
}}