Anonymous

τόξον: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />arc ; τὰ τόξα :<br /><b>1</b> l'arc et les flèches;<br /><b>2</b> l'arc (seul);<br /><b>3</b> les flèches (seules);<br /><b>4</b> le tir de l'arc : τόξων [[εὖ]] [[εἰδώς]] IL habile à tirer de l'arc ; ἡ [[τέχνη]] [[τῶν]] τόξων HDT l'art de tirer de l'arc ; <i>qqf en ce sens au sg.</i> : πρὸς τόξου κρίσιν SOPH pour juger le tir de l'arc.<br />'''Étymologie:''' R. Τεκ, fabriquer ; cf. [[τέκτων]].
|btext=ου (τό) :<br />arc ; τὰ τόξα :<br /><b>1</b> l'arc et les flèches;<br /><b>2</b> l'arc (seul);<br /><b>3</b> les flèches (seules);<br /><b>4</b> le tir de l'arc : τόξων [[εὖ]] [[εἰδώς]] IL habile à tirer de l'arc ; ἡ [[τέχνη]] [[τῶν]] τόξων HDT l'art de tirer de l'arc ; <i>qqf en ce sens au sg.</i> : πρὸς τόξου κρίσιν SOPH pour juger le tir de l'arc.<br />'''Étymologie:''' R. Τεκ, fabriquer ; cf. [[τέκτων]].
}}
{{elru
|elrutext='''τόξον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> преимущ. pl. [[лук]] Hom., Pind., Trag., Her.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[лук и стрелы]] Hom., Her., Soph.;<br /><b class="num">3)</b> преимущ. pl. [[стрелы]] Soph., Plat.;<br /><b class="num">4)</b> перен. [[стрела]] (τ. μερίμνης Plut.); [[луч]] (τόξα ἡλίου Eur.);<br /><b class="num">5)</b> архит. [[арка]], [[дуга]] Anth.;<br /><b class="num">6)</b> pl. [[стрельба из лука]]: τόξων εὖ [[εἰδώς]] Hom. [[отличный стрелок]]; ἡ [[τέχνη]] τῶν τόξων Her. [[искусство стрельбы из лука]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 42:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[τόξον]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> επιθετικό όπλο για την [[εξακόντιση]] βελών, προϊστορικό εκηβόλο όπλο, το οποίο, σε συνδυασμό με το [[βέλος]], αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα βαλλιστικά οπλικά συστήματα (α. «το [[τόξο]] της Αρτέμιδος» β. «τόξ' ὤμοισιν ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> [[αψίδα]], [[καμάρα]] («[[τόξο]] γέφυρας»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που έχει καμπύλο, τοξοειδές [[σχήμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ουράνιο]] [[τόξο]]» — η [[ίριδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> οποιοδήποτε [[τμήμα]] μιας καμπύλης<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> λεπτή ξύλινη [[ράβδος]] παράλληλα στην οποία [[είναι]] εφαρμοσμένη τεταμένη [[δέσμη]] τριχών και με την οποία τίθενται σε παλμική [[κίνηση]] οι χορδές διαφόρων μουσικών οργάνων, αλλ. [[δοξάρι]]<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «αορτικό [[τόξο]]» β. «βραχιόνιο [[τόξο]]» γ. «[[τόξο]] σπονδύλου»)<br /><b>4.</b> <b>(αθλ.)</b> όργανο για την [[εκτέλεση]] του αγωνίσματος της τοξοβολίας<br /><b>5.</b> <b>(ραδιοτεχν.)</b> [[μορφή]] ήπιου ηλεκτρικού τόξου, το οποίο συνδέεται παράλληλα σε κυκλώματα ταλάντωσης για να μετατρέπει το συνεχές [[ρεύμα]] σε εναλλασσόμενο υψηλής συχνότητας και να δημιουργεί [[έτσι]] ηλεκτρικές ταλαντώσεις<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τόξο]] αστέρα»<br /><b>αστρον.</b> το [[τόξο]] του παράλληλου κύκλου που διαγράφει [[ένας]] [[αστέρας]] [[κατά]] την ημερήσια κίνησή του [[πάνω]] ή [[κάτω]] από τον ορίζοντα, το οποίο διακρίνεται σε ημερήσιο και σε νυκτερινό [[τόξο]], αντίστοιχα<br />β) «βολταϊκό [[τόξο]]»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> το ηλεκτρικό [[τόξο]]<br />γ) «ηλεκτρικό [[τόξο]]»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> [[συνεχής]] ηλεκτρική [[εκκένωση]] [[μεταξύ]] δύο ηλεκτροδίων από άνθρακα που βρίσκονται σε ορισμένη [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τους και σε [[διαφορά]] δυναμικού 50 [[περίπου]] [[βολτ]] και άνω, συνοδευόμενη από έντονα φωτεινά φαινόμενα, αλλ. βολταϊκό [[τόξο]]<br />δ) «νησιωτικό [[τόξο]]» — <b>βλ.</b> [[νησιωτικός]]<br />ε) «[[τόξο]] σέλαος»<br />(γεωφ.-μετεωρ.) χαρακτηριστική [[δομή]] του πολικού σέλαος, που εκτείνεται από τα ανατολικά [[προς]] τα δυτικά σε [[έκταση]] πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]], η [[τέχνη]] του τοξότη («τόξων ἐϋ εἰδώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> τοξοειδές, καμπύλο [[ανάκλιντρο]] που το χρησιμοποιούσαν στις εγχειρήσεις<br /><b>3.</b> [[μέρος]] άμαξας<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τόξα</i><br />α) τα βέλη<br />β) το [[τόξο]] και τα βέλη [[μαζί]]<br /><b>5.</b> (στη δοτ.) <i>τόξῳ</i><br />[[κατά]] [[εικασία]], υποθετικά («τόξῳ γὰρ [[οὔτις]] πημάτων ἐφίξεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τόξα ἡλίου»<br /><b>μτφ.</b> οι ακτίνες του ήλιου (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ἀμπέλινα τόξα»<br /><b>μτφ.</b> οι συνέπειες της οινοποσίας (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «τόξα λατάγων» — η [[καμπύλη]] που διαγράφει ένα [[υγρό]] [[καθώς]] χύνεται από [[δοχείο]] <b>(Κριτί.)</b><br />δ) «τόξου ρῡμα»<br /><b>μτφ.</b> οι Πέρσες (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από την Περσική, και ειδικότερα από τη Σκυθική, [[άποψη]] που ενισχύεται από τη [[δεινότητα]] αυτών τών λαών στον χειρισμό του τόξου (<b>πρβλ.</b> μτγν. περσ. <i>taχš</i> «[[τόξο]]», [[καθώς]] και τα σκυθ. ανθρωπωνύμια <i>Τόξαρις</i>, <i>Τάξακις</i>). Η [[σύνδεση]], [[ωστόσο]], της λ. [[τόξον]] και του περσ. <i>taxša</i>- με το λατ. <i>taxus</i> «[[είδος]] δένδρου» δεν θεωρείται αρκετά πιθανή. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στους τ. <i>tokosota</i>, που αντιστοιχεί στο [[τοξότης]], και <i>tokosowoko</i>, που αντιστοιχεί πιθ. σε τ. <i>τοξοFοργός</i>. Τέλος η λ. [[τόξον]] απαντά στον Όμ., παράλληλα με τον αρχαίο τ. [[βιός]], τον οποίο αργότερα αντικατέστησε ολοκληρωτικά].
|mltxt=το / [[τόξον]] ΝΜΑ<br /><b>1.</b> επιθετικό όπλο για την [[εξακόντιση]] βελών, προϊστορικό εκηβόλο όπλο, το οποίο, σε συνδυασμό με το [[βέλος]], αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα βαλλιστικά οπλικά συστήματα (α. «το [[τόξο]] της Αρτέμιδος» β. «τόξ' ὤμοισιν ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> [[αψίδα]], [[καμάρα]] («[[τόξο]] γέφυρας»)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που έχει καμπύλο, τοξοειδές [[σχήμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ουράνιο]] [[τόξο]]» — η [[ίριδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> οποιοδήποτε [[τμήμα]] μιας καμπύλης<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> λεπτή ξύλινη [[ράβδος]] παράλληλα στην οποία [[είναι]] εφαρμοσμένη τεταμένη [[δέσμη]] τριχών και με την οποία τίθενται σε παλμική [[κίνηση]] οι χορδές διαφόρων μουσικών οργάνων, αλλ. [[δοξάρι]]<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «αορτικό [[τόξο]]» β. «βραχιόνιο [[τόξο]]» γ. «[[τόξο]] σπονδύλου»)<br /><b>4.</b> <b>(αθλ.)</b> όργανο για την [[εκτέλεση]] του αγωνίσματος της τοξοβολίας<br /><b>5.</b> <b>(ραδιοτεχν.)</b> [[μορφή]] ήπιου ηλεκτρικού τόξου, το οποίο συνδέεται παράλληλα σε κυκλώματα ταλάντωσης για να μετατρέπει το συνεχές [[ρεύμα]] σε εναλλασσόμενο υψηλής συχνότητας και να δημιουργεί [[έτσι]] ηλεκτρικές ταλαντώσεις<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τόξο]] αστέρα»<br /><b>αστρον.</b> το [[τόξο]] του παράλληλου κύκλου που διαγράφει [[ένας]] [[αστέρας]] [[κατά]] την ημερήσια κίνησή του [[πάνω]] ή [[κάτω]] από τον ορίζοντα, το οποίο διακρίνεται σε ημερήσιο και σε νυκτερινό [[τόξο]], αντίστοιχα<br />β) «βολταϊκό [[τόξο]]»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> το ηλεκτρικό [[τόξο]]<br />γ) «ηλεκτρικό [[τόξο]]»<br /><b>(ηλεκτρ.)</b> [[συνεχής]] ηλεκτρική [[εκκένωση]] [[μεταξύ]] δύο ηλεκτροδίων από άνθρακα που βρίσκονται σε ορισμένη [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τους και σε [[διαφορά]] δυναμικού 50 [[περίπου]] [[βολτ]] και άνω, συνοδευόμενη από έντονα φωτεινά φαινόμενα, αλλ. βολταϊκό [[τόξο]]<br />δ) «νησιωτικό [[τόξο]]» — <b>βλ.</b> [[νησιωτικός]]<br />ε) «[[τόξο]] σέλαος»<br />(γεωφ.-μετεωρ.) χαρακτηριστική [[δομή]] του πολικού σέλαος, που εκτείνεται από τα ανατολικά [[προς]] τα δυτικά σε [[έκταση]] πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]], η [[τέχνη]] του τοξότη («τόξων ἐϋ εἰδώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> τοξοειδές, καμπύλο [[ανάκλιντρο]] που το χρησιμοποιούσαν στις εγχειρήσεις<br /><b>3.</b> [[μέρος]] άμαξας<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ τόξα</i><br />α) τα βέλη<br />β) το [[τόξο]] και τα βέλη [[μαζί]]<br /><b>5.</b> (στη δοτ.) <i>τόξῳ</i><br />[[κατά]] [[εικασία]], υποθετικά («τόξῳ γὰρ [[οὔτις]] πημάτων ἐφίξεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τόξα ἡλίου»<br /><b>μτφ.</b> οι ακτίνες του ήλιου (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ἀμπέλινα τόξα»<br /><b>μτφ.</b> οι συνέπειες της οινοποσίας (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «τόξα λατάγων» — η [[καμπύλη]] που διαγράφει ένα [[υγρό]] [[καθώς]] χύνεται από [[δοχείο]] <b>(Κριτί.)</b><br />δ) «τόξου ρῡμα»<br /><b>μτφ.</b> οι Πέρσες (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από την Περσική, και ειδικότερα από τη Σκυθική, [[άποψη]] που ενισχύεται από τη [[δεινότητα]] αυτών τών λαών στον χειρισμό του τόξου (<b>πρβλ.</b> μτγν. περσ. <i>taχš</i> «[[τόξο]]», [[καθώς]] και τα σκυθ. ανθρωπωνύμια <i>Τόξαρις</i>, <i>Τάξακις</i>). Η [[σύνδεση]], [[ωστόσο]], της λ. [[τόξον]] και του περσ. <i>taxša</i>- με το λατ. <i>taxus</i> «[[είδος]] δένδρου» δεν θεωρείται αρκετά πιθανή. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στους τ. <i>tokosota</i>, που αντιστοιχεί στο [[τοξότης]], και <i>tokosowoko</i>, που αντιστοιχεί πιθ. σε τ. <i>τοξοFοργός</i>. Τέλος η λ. [[τόξον]] απαντά στον Όμ., παράλληλα με τον αρχαίο τ. [[βιός]], τον οποίο αργότερα αντικατέστησε ολοκληρωτικά].
}}
{{elru
|elrutext='''τόξον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> преимущ. pl. [[лук]] Hom., Pind., Trag., Her.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[лук и стрелы]] Hom., Her., Soph.;<br /><b class="num">3)</b> преимущ. pl. [[стрелы]] Soph., Plat.;<br /><b class="num">4)</b> перен. [[стрела]] (τ. μερίμνης Plut.); [[луч]] (τόξα ἡλίου Eur.);<br /><b class="num">5)</b> архит. [[арка]], [[дуга]] Anth.;<br /><b class="num">6)</b> pl. [[стрельба из лука]]: τόξων εὖ [[εἰδώς]] Hom. [[отличный стрелок]]; ἡ [[τέχνη]] τῶν τόξων Her. [[искусство стрельбы из лука]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj