3,274,921
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[τιμέω]], Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τιμώ]].<br /><b>(II)</b><br />[[τιμόω]], Α<br />[[τιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[τῖμος]], ποιητ. τ. (<b>πρβλ.</b> [[ἀτιμῶ]], [[ἀτιμόω]])].<br />[[τιμῶ]], [[τιμάω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τιμῶ]], [[τιμέω]], Α [[τιμή]]<br /><b>1.</b> [[απονέμω]] [[τιμή]] σε κάποιον, [[εκδηλώνω]] σεβασμό και [[εκτίμηση]] (α. «τίμα τὸν [[πατέρα]] σου καὶ τὴν [[μητέρα]] σου», ΠΔ<br />β. «σέβεσθαι καὶ τιμᾶν τοὺς θεούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] ως [[έκφραση]] [[τιμής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[φέρνω]] [[τιμή]] σε κάποιον, τον [[εξυψώνω]] (α. «μάς τίμησε με την [[παρουσία]] του» β. «σέ τιμά η ειλικρίνειά σου»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>τιμώμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> (<b>για πράγμ.</b>) έχω καθορισμένη αγοραστική [[αξία]], [[στοιχίζω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>τιμημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[έντιμος]], [[τίμιος]], [[ευυπόληπτος]]<br />β) (για [[γυναίκα]]) αγνή, [[ηθική]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «Βασίλη, τίμα τον παπά κι εσύ παπά έχε [[γνώση]]» — δηλώνει ότι έχουμε [[χρέος]] να σεβόμαστε τους ανωτέρους [[αλλά]] και αυτοί [[πρέπει]] να [[είναι]] αντάξιοι της θέσης τους<br />β) «τίμα τον ατίμητο να μη σέ ξετιμήσει» — μην εκδηλώνεις [[φανερά]] την [[περιφρόνηση]] σου στους κακούς και ανάξιους για να μη σέ βλάψουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πράγμ.) [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] [[αξία]] σε [[κάτι]] («τί τὴν τυραννίδ', ἀδικίαν εὐδαίμονα, τιμᾷς [[ὑπέρφευ]]...;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προτιμώ]] («αὐτὸς δὲ σώζει τόνδε τιμήσας λόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ορίζω]] την [[τιμή]], ενός πράγματος<br /><b>4.</b> (στους Αττ. συγγραφείς) (ως [[δικανικός]] όρος) (για τον δικαστή) [[επιβάλλω]] [[ποινή]] («τιμάτω τὸ [[δικαστήριον]]... ὅ,τι ἄν δέῃ πάσχειν τὸν ἡττηθέντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) α) (ενν. <i>τὴν οὐσίαν</i>) έχω διατιμημένη την [[περιουσία]] μου<br />β) [[διατιμώ]], [[εκτιμώ]] την [[αξία]] ενός πράγματος («διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο αὐτοῦ ὁ [[πάππος]]», Λυσ.)<br />γ) (ως [[δικανικός]] όρος) i) [[δέχομαι]] την [[ποινή]] που μού επιβάλλουν οι δικαστές<br />ii) (για τους διαδίκους, τον κατήγορο ή τον [[κατηγορούμενο]]) [[προτείνω]] [[ποινή]] (α. «εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾶσθαι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἔτι [[τοίνυν]] ἐν αὐτῇ τῇ δίκῃ ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἰ τιμώμενοι</i> και <i>οἱ τετιμημένοι</i><br />αυτοί που κατέχουν αξιώματα ή και αυτοί που γίνονται ή έχουν γίνει [[αντικείμενο]] τιμητικών εκδηλώσεων από τους άλλους<br /><b>7.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ τιμώμενον</i><br />η [[τιμή]] («τῆς τε πόλεως ὑμᾱς εἰκὸς τῷ τιμωμένῳ ἀπὸ τοῦ ἄρχειν, ᾧσπερ ἅπαντες ἀγάλλεσθε, βοηθεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. β' ως ουσ.) <i>τὸ τιμηθέν</i><br />η [[διατίμηση]], η [[εκτίμηση]] της χρηματικής αξίας ενός πράγματος. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[τιμέω]], Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τιμώ]].<br /><b>(II)</b><br />[[τιμόω]], Α<br />[[τιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[τῖμος]], ποιητ. τ. (<b>πρβλ.</b> [[ἀτιμῶ]], [[ἀτιμόω]])].<br />[[τιμῶ]], [[τιμάω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τιμῶ]], [[τιμέω]], Α [[τιμή]]<br /><b>1.</b> [[απονέμω]] [[τιμή]] σε κάποιον, [[εκδηλώνω]] σεβασμό και [[εκτίμηση]] (α. «τίμα τὸν [[πατέρα]] σου καὶ τὴν [[μητέρα]] σου», ΠΔ<br />β. «σέβεσθαι καὶ τιμᾶν τοὺς θεούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] ως [[έκφραση]] [[τιμής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[φέρνω]] [[τιμή]] σε κάποιον, τον [[εξυψώνω]] (α. «μάς τίμησε με την [[παρουσία]] του» β. «σέ τιμά η ειλικρίνειά σου»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>τιμώμαι</i><br /><b>(αμτβ.)</b> (<b>για πράγμ.</b>) έχω καθορισμένη αγοραστική [[αξία]], [[στοιχίζω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>τιμημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[έντιμος]], [[τίμιος]], [[ευυπόληπτος]]<br />β) (για [[γυναίκα]]) αγνή, [[ηθική]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «Βασίλη, τίμα τον παπά κι εσύ παπά έχε [[γνώση]]» — δηλώνει ότι έχουμε [[χρέος]] να σεβόμαστε τους ανωτέρους [[αλλά]] και αυτοί [[πρέπει]] να [[είναι]] αντάξιοι της θέσης τους<br />β) «τίμα τον ατίμητο να μη σέ ξετιμήσει» — μην εκδηλώνεις [[φανερά]] την [[περιφρόνηση]] σου στους κακούς και ανάξιους για να μη σέ βλάψουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πράγμ.) [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] [[αξία]] σε [[κάτι]] («τί τὴν τυραννίδ', ἀδικίαν εὐδαίμονα, τιμᾷς [[ὑπέρφευ]]...;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προτιμώ]] («αὐτὸς δὲ σώζει τόνδε τιμήσας λόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ορίζω]] την [[τιμή]], ενός πράγματος<br /><b>4.</b> (στους Αττ. συγγραφείς) (ως [[δικανικός]] όρος) (για τον δικαστή) [[επιβάλλω]] [[ποινή]] («τιμάτω τὸ [[δικαστήριον]]... ὅ,τι ἄν δέῃ πάσχειν τὸν ἡττηθέντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) α) (ενν. <i>τὴν οὐσίαν</i>) έχω διατιμημένη την [[περιουσία]] μου<br />β) [[διατιμώ]], [[εκτιμώ]] την [[αξία]] ενός πράγματος («διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο αὐτοῦ ὁ [[πάππος]]», Λυσ.)<br />γ) (ως [[δικανικός]] όρος) i) [[δέχομαι]] την [[ποινή]] που μού επιβάλλουν οι δικαστές<br />ii) (για τους διαδίκους, τον κατήγορο ή τον [[κατηγορούμενο]]) [[προτείνω]] [[ποινή]] (α. «εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾶσθαι», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἔτι [[τοίνυν]] ἐν αὐτῇ τῇ δίκῃ ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἰ τιμώμενοι</i> και <i>οἱ τετιμημένοι</i><br />αυτοί που κατέχουν αξιώματα ή και αυτοί που γίνονται ή έχουν γίνει [[αντικείμενο]] τιμητικών εκδηλώσεων από τους άλλους<br /><b>7.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ τιμώμενον</i><br />η [[τιμή]] («τῆς τε πόλεως ὑμᾱς εἰκὸς τῷ τιμωμένῳ ἀπὸ τοῦ ἄρχειν, ᾧσπερ ἅπαντες ἀγάλλεσθε, βοηθεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. β' ως ουσ.) <i>τὸ τιμηθέν</i><br />η [[διατίμηση]], η [[εκτίμηση]] της χρηματικής αξίας ενός πράγματος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῑμάω:''' (fut. med. - тж. со знач. pass. - τιμήσομαι; pass.: fut. τιμηθήσομαι и τετιμήσομαι, aor. ἐτιμήθην и pf. τετίμημαι)<br /><b class="num">1)</b> тж. med. окружать почестями, чтить (τινα ὡς θεόν Hom.; δαιμόνων [[γένος]] Aesch.): τ. τινι [[χάριν]] Soph., Eur.; воздавать почести кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[почитать]], [[уважать]]: τ. τινα ἐξ ἴσου τινί Soph. почитать кого-л. наравне с кем-л.; τιμηθῆναι πρός τινος Pind., [[παρά]] τινι Her. и [[ὑπό]] τινος Plat. быть в чести у кого-л.; [[τιμῆς]] [[τετιμῆσθαι]] Hom. быть удостоенным чести;<br /><b class="num">3)</b> [[осыпать почестями]] (δωρεῖσθαι καὶ τ. Xen.): τιμᾶσθαι ἐκ τοῦ πολεμεῖν Thuc. прославиться на войне;<br /><b class="num">4)</b> [[отличать]] (перед кем-л.), оказывать внимание, тж. награждать: τ. τινα ἐν Ἀργείοισιν Hom. отличать кого-л. между аргивянами; τ. τινα εὐνῇ καὶ σίτῳ Hom. дать кому-л. ночлег и пищу; δώροις τ. τινα Xen. награждать кого-л. дарами; οἱ τετιμημένοι и οἱ τιμώμενοι Xen. лица, достигшие высших почестей, сановники, вельможи; τὸ τιμώμενον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν Thuc. честь обладания властью;<br /><b class="num">5)</b> [[высоко ставить]], [[дорожить]], [[ценить]] (τι Soph. etc.): οὓς [[Φρύγες]] νόμους τιμῶσιν Eur. традиции, которые свято хранят фригийцы; τ. τὸν λόγον Aesch. внимать словам, т. е. исполнять мольбу; τ. τι τοῦ βίου [[πλέον]] Aesch. ставить что-л. выше жизни; τιμᾶσθαί τι πρὸ παντός Thuc. и ἀντὶ παντός Dem. ценить что-л. превыше всего;<br /><b class="num">6)</b> [[оценивать]], [[расценивать]]: τ. πλέονος ἢ ἐλάττονος Plat. назначать цену выше или ниже (нормальной); τετιμημένος χρημάτων Thuc. оцененный на деньги; τὴν διπλασίαν τοῦ τιμηθέντος βλάβην ἐκτίνειν Plat. возместить ущерб в двойном против оценки размере;<br /><b class="num">7)</b> тж. med., юр. (о наказании) определять, устанавливать, назначать: τ. τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης Plat. определять размер возмещения за (причиненный) ущерб; τ. τινί τινος Plat., Dem.; присуждать (приговаривать) кого-л. к чему-л.;<br /><b class="num">8)</b> med., юр. (о наказании) считать достойным, предлагать: τιμᾶσθαί τινι θανάτου Lys., Plat., Dem.; считать кого-л. достойным смертной казни; ἐτιμησάμην ἂν χρημάτων Plat. я предложил бы приговорить меня к денежному штрафу; φυγῆς τιμήσασθαι Plat. предложить осудить себя на изгнание. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῑμάω:''' μέλ. <i>τιμήσω</i>, αόρ. <i>ἐτίμησα</i>, παρακ. <i>τετίμηκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>τιμήσομαι</i>, με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. <i>ἐτιμησάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>τιμηθήσομαι</i> και <i>τετιμήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτιμήθην</i>, παρακ. <i>τετίμημαι</i>· ([[τιμή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τιμώ]], [[σέβομαι]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[απονέμω]] τιμές, σε Δημ.· απ' όπου [[απλώς]], [[ανταμείβω]], σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., τιμώμαι, [[λαμβάνω]] τιμές, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., [[τιμῆς]] [[τετιμῆσθαι]], είμαι [[άξιος]] τιμών, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, έχω σε [[τιμή]], [[εκτιμώ]], [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] αξία σε [[κάτι]], σε Πίνδ., Ευρ.· επίσης, = [[προτιμάω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. του τιμήματος, [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]] ή [[ορίζω]] συγκεκριμένη [[τιμή]] κάποιου πράγματος, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]], [[παρέχω]] ως [[τιμή]], σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος·<br /><b class="num">1.</b> στην Ενεργ., λέγεται για τον δικαστή, [[ορίζω]] την [[τιμωρία]] του καταδικασθέντος, [[επιβάλλω]] [[ποινή]], Λατ. litem aestimare, σε Πλάτ.· [[τιμάω]] τὴν [[μακράν]] τινι, του [[επιβάλλω]] την εσχάτη των ποινών, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Αριστοφ.· απόλ., τιμᾶν [[βλέπω]], [[επιβάλλω]] [[ποινή]] στα μάτια μου, στον ίδ.· η [[ποινή]] ή [[καταδίκη]] εκφέρεται με γεν., [[τιμάω]] τινὶ θανάτου (ενν. [[δίκην]]), [[εκδίδω]] [[απόφαση]] θανάτου [[εναντίον]] κάποιου, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Πλάτ., Δημ.· τίνος τιμήσεις [[αὐτῷ]] προσδοκᾷς τὸ [[δικαστήριον]]; τί [[ποινή]] περιμένεις ότι θα ορίσει γι' αυτόν το δικαστήριο; σε Δημ. — Παθ., <i>τιμᾶσθαι ἀργυρίου</i>, να καταδικαστείς σε [[πρόστιμο]]· <i>τινος</i>, για κάποιο [[πράγμα]], σε Νόμ. [[παρά]] Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., λέγεται για τους διαδίκους ενώπιον δικαστηρίου (πρβλ. [[τίμημα]] 2), <b>α)</b> λέγεται για τον κατήγορο, <i>τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου</i> (ενν. τὴν [[δίκην]]), εξαιτίας μου, καταδικάστηκε σε θάνατο (γεν. τιμήματος), σε Πλάτ. κ.λπ. <b>β)</b> λέγεται για τον [[κατηγορούμενο]], <i>τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ</i>, να ορίσω τέτοιο [[τίμημα]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. <b>γ)</b> με αιτ. της ποινής ή του εγκλήματος, [[πέντε]] μυριάδων τιμησάμενος τὴν [[δίκην]], σε Πλούτ. κ.λπ. | |lsmtext='''τῑμάω:''' μέλ. <i>τιμήσω</i>, αόρ. <i>ἐτίμησα</i>, παρακ. <i>τετίμηκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>τιμήσομαι</i>, με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. <i>ἐτιμησάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>τιμηθήσομαι</i> και <i>τετιμήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτιμήθην</i>, παρακ. <i>τετίμημαι</i>· ([[τιμή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τιμώ]], [[σέβομαι]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[απονέμω]] τιμές, σε Δημ.· απ' όπου [[απλώς]], [[ανταμείβω]], σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., τιμώμαι, [[λαμβάνω]] τιμές, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., [[τιμῆς]] [[τετιμῆσθαι]], είμαι [[άξιος]] τιμών, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, έχω σε [[τιμή]], [[εκτιμώ]], [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] αξία σε [[κάτι]], σε Πίνδ., Ευρ.· επίσης, = [[προτιμάω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. του τιμήματος, [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]] ή [[ορίζω]] συγκεκριμένη [[τιμή]] κάποιου πράγματος, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]], [[παρέχω]] ως [[τιμή]], σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος·<br /><b class="num">1.</b> στην Ενεργ., λέγεται για τον δικαστή, [[ορίζω]] την [[τιμωρία]] του καταδικασθέντος, [[επιβάλλω]] [[ποινή]], Λατ. litem aestimare, σε Πλάτ.· [[τιμάω]] τὴν [[μακράν]] τινι, του [[επιβάλλω]] την εσχάτη των ποινών, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Αριστοφ.· απόλ., τιμᾶν [[βλέπω]], [[επιβάλλω]] [[ποινή]] στα μάτια μου, στον ίδ.· η [[ποινή]] ή [[καταδίκη]] εκφέρεται με γεν., [[τιμάω]] τινὶ θανάτου (ενν. [[δίκην]]), [[εκδίδω]] [[απόφαση]] θανάτου [[εναντίον]] κάποιου, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Πλάτ., Δημ.· τίνος τιμήσεις [[αὐτῷ]] προσδοκᾷς τὸ [[δικαστήριον]]; τί [[ποινή]] περιμένεις ότι θα ορίσει γι' αυτόν το δικαστήριο; σε Δημ. — Παθ., <i>τιμᾶσθαι ἀργυρίου</i>, να καταδικαστείς σε [[πρόστιμο]]· <i>τινος</i>, για κάποιο [[πράγμα]], σε Νόμ. [[παρά]] Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., λέγεται για τους διαδίκους ενώπιον δικαστηρίου (πρβλ. [[τίμημα]] 2), <b>α)</b> λέγεται για τον κατήγορο, <i>τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου</i> (ενν. τὴν [[δίκην]]), εξαιτίας μου, καταδικάστηκε σε θάνατο (γεν. τιμήματος), σε Πλάτ. κ.λπ. <b>β)</b> λέγεται για τον [[κατηγορούμενο]], <i>τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ</i>, να ορίσω τέτοιο [[τίμημα]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. <b>γ)</b> με αιτ. της ποινής ή του εγκλήματος, [[πέντε]] μυριάδων τιμησάμενος τὴν [[δίκην]], σε Πλούτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |