3,274,873
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νῆστις:''' <b class="num">II</b> ἡ (acc. νῆστιν) анат. тощая кишка Arph., Arst. | |elrutext='''νῆστις:''' <b class="num">II</b> ἡ (acc. νῆστιν) анат. тощая кишка Arph., Arst. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νῆστις:''' ιος и ῐδος adj. [νη + [[ἔδω]]<br /><b class="num">1)</b> (тж. ν. βορᾶς Eur.) ничего не евший, голодный (νήστιες [[ἄχρι]] κνέφαος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[возбуждающий или причиняющий голод]] (πνοαί Aesch.): ν. [[νόσος]] Aesch. голод (вследствие неурожая); νήστιες αἰκίαι Aesch. мучительный голод; νήστιδες δύαι Aesch. бедствия, приносимые голодом. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νῆστις:''' -ιος, ὁ και ἡ (νη-, [[ἐσθίω]]), γεν. <i>-ιος</i> ή <i>-ιδος</i>, πληθ. <i>νήστιες</i> ή <i>νήστεις</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν τρώει, που απέχει από το [[φαγητό]]· λέγεται για πρόσ., σε Όμηρ.· με γεν., [[νῆστις]] βορᾶς, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νῆστιν ἀνὰ ψάμμαν</i>, πάνω από την «πεινασμένη» άμμο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[νῆστις]] [[νόσος]], [[λιμός]], φοβερή [[πείνα]], [[λιμός]], στον ίδ.· <i>νήστισιν αἰκίαις</i>, με πόνους από την [[πείνα]], σε Αισχύλ.· <i>νήστιδες δύαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί [[πείνα]], που οδηγεί στη [[λιμοκτονία]]· <i>πνοαὶ νήστιδες</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''νῆστις:''' -ιος, ὁ και ἡ (νη-, [[ἐσθίω]]), γεν. <i>-ιος</i> ή <i>-ιδος</i>, πληθ. <i>νήστιες</i> ή <i>νήστεις</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν τρώει, που απέχει από το [[φαγητό]]· λέγεται για πρόσ., σε Όμηρ.· με γεν., [[νῆστις]] βορᾶς, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νῆστιν ἀνὰ ψάμμαν</i>, πάνω από την «πεινασμένη» άμμο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[νῆστις]] [[νόσος]], [[λιμός]], φοβερή [[πείνα]], [[λιμός]], στον ίδ.· <i>νήστισιν αἰκίαις</i>, με πόνους από την [[πείνα]], σε Αισχύλ.· <i>νήστιδες δύαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί [[πείνα]], που οδηγεί στη [[λιμοκτονία]]· <i>πνοαὶ νήστιδες</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |