Anonymous

νῆστις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νῆστις:''' <b class="num">II</b> ἡ (acc. νῆστιν) анат. тощая кишка Arph., Arst.
|elrutext='''νῆστις:''' <b class="num">II</b> ἡ (acc. νῆστιν) анат. тощая кишка Arph., Arst.
}}
{{elru
|elrutext='''νῆστις:''' ιος и ῐδος adj. [νη + [[ἔδω]]<br /><b class="num">1)</b> (тж. ν. βορᾶς Eur.) ничего не евший, голодный (νήστιες [[ἄχρι]] κνέφαος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[возбуждающий или причиняющий голод]] (πνοαί Aesch.): ν. [[νόσος]] Aesch. голод (вследствие неурожая); νήστιες αἰκίαι Aesch. мучительный голод; νήστιδες δύαι Aesch. бедствия, приносимые голодом.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νῆστις:''' -ιος, ὁ και ἡ (νη-, [[ἐσθίω]]), γεν. <i>-ιος</i> ή <i>-ιδος</i>, πληθ. <i>νήστιες</i> ή <i>νήστεις</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν τρώει, που απέχει από το [[φαγητό]]· λέγεται για πρόσ., σε Όμηρ.· με γεν., [[νῆστις]] βορᾶς, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νῆστιν ἀνὰ ψάμμαν</i>, πάνω από την «πεινασμένη» άμμο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[νῆστις]] [[νόσος]], [[λιμός]], φοβερή [[πείνα]], [[λιμός]], στον ίδ.· <i>νήστισιν αἰκίαις</i>, με πόνους από την [[πείνα]], σε Αισχύλ.· <i>νήστιδες δύαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί [[πείνα]], που οδηγεί στη [[λιμοκτονία]]· <i>πνοαὶ νήστιδες</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''νῆστις:''' -ιος, ὁ και ἡ (νη-, [[ἐσθίω]]), γεν. <i>-ιος</i> ή <i>-ιδος</i>, πληθ. <i>νήστιες</i> ή <i>νήστεις</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν τρώει, που απέχει από το [[φαγητό]]· λέγεται για πρόσ., σε Όμηρ.· με γεν., [[νῆστις]] βορᾶς, σε Ευρ.· μεταφ., <i>νῆστιν ἀνὰ ψάμμαν</i>, πάνω από την «πεινασμένη» άμμο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[νῆστις]] [[νόσος]], [[λιμός]], φοβερή [[πείνα]], [[λιμός]], στον ίδ.· <i>νήστισιν αἰκίαις</i>, με πόνους από την [[πείνα]], σε Αισχύλ.· <i>νήστιδες δύαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί [[πείνα]], που οδηγεί στη [[λιμοκτονία]]· <i>πνοαὶ νήστιδες</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νῆστις:''' ιος и ῐδος adj. [νη + [[ἔδω]]<br /><b class="num">1)</b> (тж. ν. βορᾶς Eur.) ничего не евший, голодный (νήστιες [[ἄχρι]] κνέφαος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[возбуждающий или причиняющий голод]] (πνοαί Aesch.): ν. [[νόσος]] Aesch. голод (вследствие неурожая); νήστιες αἰκίαι Aesch. мучительный голод; νήστιδες δύαι Aesch. бедствия, приносимые голодом.
}}
}}
{{etym
{{etym