Anonymous

φαιοχίτων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu d'une robe sombre.<br />'''Étymologie:''' [[φαιός]], [[χιτών]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu d'une robe sombre.<br />'''Étymologie:''' [[φαιός]], [[χιτών]].
}}
{{elru
|elrutext='''φαιοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαιοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χιτώνα με [[χρώμα]] σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. [[μακρά]], σαν να ήταν <i>φαιοκχίτων</i>, βλ. Χ, χ).
|lsmtext='''φαιοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χιτώνα με [[χρώμα]] σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. [[μακρά]], σαν να ήταν <i>φαιοκχίτων</i>, βλ. Χ, χ).
}}
{{elru
|elrutext='''φαιοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[dark]]-robed, Aesch. [[second]] [[syllable]] [[long]], [[quasi]] φαιοκχίτων; v. X χ fin.]
|mdlsjtxt=φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[dark]]-robed, Aesch. [[second]] [[syllable]] [[long]], [[quasi]] φαιοκχίτων; v. X χ fin.]
}}
}}