Anonymous

φαγεῖν: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[φαγέω]] et [[ἔφαγον]].
|btext=v. [[φαγέω]] et [[ἔφαγον]].
}}
{{elru
|elrutext='''φᾰγεῖν:''' ион. [[φαγέειν|φᾰγέειν]] inf. aor. 2 к [[ἐσθίω]], поздн. [[φάγομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φᾰγεῖν:''' απαρ. του [[ἔφαγον]], [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[ἐσθίω]].<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρώω]], [[καταβροχθίζω]], φαγέμεν καὶ [[πιέμεν]], σε Ομήρ. Οδ.· [[φαγεῖν]] τε καὶ [[πιεῖν]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., [[τρώω]] [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρώω]], [[καταβροχθίζω]], [[σπαταλώ]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Κ.Δ. εμφανίζεται [[ένας]] μέλ. [[φάγομαι]], βʹ ενικ. <i>φάγεσαι</i>.
|lsmtext='''φᾰγεῖν:''' απαρ. του [[ἔφαγον]], [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[ἐσθίω]].<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρώω]], [[καταβροχθίζω]], φαγέμεν καὶ [[πιέμεν]], σε Ομήρ. Οδ.· [[φαγεῖν]] τε καὶ [[πιεῖν]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., [[τρώω]] [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρώω]], [[καταβροχθίζω]], [[σπαταλώ]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Κ.Δ. εμφανίζεται [[ένας]] μέλ. [[φάγομαι]], βʹ ενικ. <i>φάγεσαι</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''φᾰγεῖν:''' ион. [[φαγέειν|φᾰγέειν]] inf. aor. 2 к [[ἐσθίω]], поздн. [[φάγομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj