Anonymous

τυλώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />calleux.<br />'''Étymologie:''' [[τύλος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />calleux.<br />'''Étymologie:''' [[τύλος]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''τῠλώδης:''' [[мозолистый]] ([[σάρξ]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[τυλώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τύλη]]/[[τύλος]]<br />όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες [[εξόγκωμα]]» β. «[[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] τύλους («τυλώδες [[χέρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τυλώδες [[έλκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[έλκος]] με [[παλιά]] και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης.
|mltxt=-ες / [[τυλώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τύλη]]/[[τύλος]]<br />όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες [[εξόγκωμα]]» β. «[[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] τύλους («τυλώδες [[χέρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τυλώδες [[έλκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[έλκος]] με [[παλιά]] και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης.
}}
{{elru
|elrutext='''τῠλώδης:''' [[мозолистый]] ([[σάρξ]] Plut.).
}}
}}