3,274,921
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές ; <i>gén.</i> έος;<br />qui aime à sourire, aimable.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μειδιάω]]. | |btext=ής, ές ; <i>gén.</i> έος;<br />qui aime à sourire, aimable.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μειδιάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλομειδής:''' эп. [[φιλομμειδής]] и [[φιλομμηδής]] 2 всегда улыбающийся, улыбчивый ([[Ἀφροδίτη]] Hom., Her., Luc.; [[Διόνυσος]], Μοῦσαι Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. [[φιλομμειδής]] και φιλομηδής και [[φιλομμηδής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να χαμογελά<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Αφροδίτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -(<i>μ</i>)<i>μειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σμειδής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μειδιῶ</i> «[[χαμογελώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μειλιχο</i>-<i>μειδής</i>. Ωστόσο, δυσχέρειες γεννά ο [[στίχος]] του <b>Ησιόδ.</b> <i>ἠδὲ φιλομμειδέα ὅτι μηδέα ἐξεφαάνθη</i>, όπου το επίθ. συνδέεται σημασιολογικά με τον τ. [[μήδεα]] «ανδρικά γεννητικά όργανα» (<b>βλ. λ.</b> [[μῆδος]] [II]) και γι' αυτό υιοθετήθηκε και η γρφ. <i>φιλο</i>(<i>μ</i>)<i>μηδής</i>. Όμως, στη βοιωτ. του 4ου π.Χ., [[δηλαδή]] της εποχής του ποιητή, η λ. που προφερόταν <i>philom</i><i>ē</i><i>dea</i> θα γραφόταν <i>φιλο</i>(<i>μ</i>)<i>μειδέα</i> και τελικά ο [[στίχος]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ως ετυμολ. [[λογοπαίγνιο]]]. | |mltxt=-ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. [[φιλομμειδής]] και φιλομηδής και [[φιλομμηδής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να χαμογελά<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Αφροδίτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -(<i>μ</i>)<i>μειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σμειδής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μειδιῶ</i> «[[χαμογελώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μειλιχο</i>-<i>μειδής</i>. Ωστόσο, δυσχέρειες γεννά ο [[στίχος]] του <b>Ησιόδ.</b> <i>ἠδὲ φιλομμειδέα ὅτι μηδέα ἐξεφαάνθη</i>, όπου το επίθ. συνδέεται σημασιολογικά με τον τ. [[μήδεα]] «ανδρικά γεννητικά όργανα» (<b>βλ. λ.</b> [[μῆδος]] [II]) και γι' αυτό υιοθετήθηκε και η γρφ. <i>φιλο</i>(<i>μ</i>)<i>μηδής</i>. Όμως, στη βοιωτ. του 4ου π.Χ., [[δηλαδή]] της εποχής του ποιητή, η λ. που προφερόταν <i>philom</i><i>ē</i><i>dea</i> θα γραφόταν <i>φιλο</i>(<i>μ</i>)<i>μειδέα</i> και τελικά ο [[στίχος]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ως ετυμολ. [[λογοπαίγνιο]]]. | ||
}} | }} |