Anonymous

φιλόνεικος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime la dispute, querelleur ; τὸ φιλόνεικον XÉN <i>c.</i> [[φιλονεικία]];<br /><i>Cp.</i> φιλονεικότερος, <i>Sp.</i> φιλονεικότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[νεῖκος]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime la dispute, querelleur ; τὸ φιλόνεικον XÉN <i>c.</i> [[φιλονεικία]];<br /><i>Cp.</i> φιλονεικότερος, <i>Sp.</i> φιλονεικότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[νεῖκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόνεικος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[любящий поспорить]] Pind., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[соревнующийся]], [[соперничающий]], [[упорствующий]]: ὁ [[ἐπίπονος]] καὶ φ. [[βίος]] Lys. жизнь, полная трудов и борьбы; φ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Xen. борющийся за то, чтобы не отстать (v. l. [[φιλόνικος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 22: Line 25:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόνεικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τις έριδες, [[πρόθυμος]] για έριδες, [[εριστικός]], σε Πίνδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], αμιλλώμενος, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.· <i>τὸ φιλόνεικον</i>, = [[φιλονεικία]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κως]], με έντονο ανταγωνισμό, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''φῐλόνεικος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τις έριδες, [[πρόθυμος]] για έριδες, [[εριστικός]], σε Πίνδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], αμιλλώμενος, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.· <i>τὸ φιλόνεικον</i>, = [[φιλονεικία]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κως]], με έντονο ανταγωνισμό, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόνεικος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[любящий поспорить]] Pind., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[соревнующийся]], [[соперничающий]], [[упорствующий]]: ὁ [[ἐπίπονος]] καὶ φ. [[βίος]] Lys. жизнь, полная трудов и борьбы; φ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Xen. борющийся за то, чтобы не отстать (v. l. [[φιλόνικος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj