Anonymous

φθοροποιός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui corrompt <i>ou</i> détruit, pernicieux.<br />'''Étymologie:''' [[φθορά]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui corrompt <i>ou</i> détruit, pernicieux.<br />'''Étymologie:''' [[φθορά]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φθοροποιός:''' [[причиняющий порчу]], [[губительный]] (νόσων [[αἰτία]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -ό / [[φθοροποιός]], -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν<br />αυτός που προξενεί [[φθορά]], [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προκαλεί [[διακοπή]] της κύησης<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=-ά, -ό / [[φθοροποιός]], -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν<br />αυτός που προξενεί [[φθορά]], [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προκαλεί [[διακοπή]] της κύησης<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''φθοροποιός:''' [[причиняющий порчу]], [[губительный]] (νόσων [[αἰτία]] Plut.).
}}
}}