Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φολιδωτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> couvert d'écailles;<br /><b>2</b> disposé <i>ou</i> plaqué en forme d'écailles.<br />'''Étymologie:''' [[φολίς]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> couvert d'écailles;<br /><b>2</b> disposé <i>ou</i> plaqué en forme d'écailles.<br />'''Étymologie:''' [[φολίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''φολῐδωτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[покрытый чешуей]], [[чешуйчатый]] (τὸ τῶν ὄφεων [[γένος]] Arst.; [[δέρμα]] κροκοδείλου Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[имеющий вид чешуи]] ([[θώραξ]] Plut., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φολιδωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α [[φολιδοῦμαι]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[ερπετό]]) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο [[δέρμα]] του (α. «το [[δέρμα]] του φιδιού [[είναι]] φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ [[δέρμα]] φολιδωτόν ἐστι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) καλυμμένος με μικρές μεταλλικές πλάκες τη μία [[κοντά]] στην [[άλλη]] (α. «ο [[θώρακας]] τών ιπποτών του Μεσαίωνα ήταν [[φολιδωτός]]» β. «[[ὅστις]] ἄν θώρακ' ἔχῃ φολιδωτόν», Ποσείδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα φολιδωτά</i><br /><b>ζωολ.</b> α) [[άλλη]] [[ονομασία]] τών λεπιδωτών ερπετών<br />β) [[τάξη]] θηλαστικών της Αφρικής που περιλαμβάνει τους παγκολίνους.
|mltxt=-ή, -ό / [[φολιδωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α [[φολιδοῦμαι]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[ερπετό]]) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο [[δέρμα]] του (α. «το [[δέρμα]] του φιδιού [[είναι]] φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ [[δέρμα]] φολιδωτόν ἐστι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) καλυμμένος με μικρές μεταλλικές πλάκες τη μία [[κοντά]] στην [[άλλη]] (α. «ο [[θώρακας]] τών ιπποτών του Μεσαίωνα ήταν [[φολιδωτός]]» β. «[[ὅστις]] ἄν θώρακ' ἔχῃ φολιδωτόν», Ποσείδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα φολιδωτά</i><br /><b>ζωολ.</b> α) [[άλλη]] [[ονομασία]] τών λεπιδωτών ερπετών<br />β) [[τάξη]] θηλαστικών της Αφρικής που περιλαμβάνει τους παγκολίνους.
}}
{{elru
|elrutext='''φολῐδωτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[покрытый чешуей]], [[чешуйчатый]] (τὸ τῶν ὄφεων [[γένος]] Arst.; [[δέρμα]] κροκοδείλου Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[имеющий вид чешуи]] ([[θώραξ]] Plut., Luc.).
}}
}}