Anonymous

φορτίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> φορτίσω, <i>att.</i> φορτιῶ;<br /><i>Pass. pf.</i> πεφόρτισμαι;<br />charger d'un fardeau, acc..<br />'''Étymologie:''' [[φόρτος]].
|btext=<i>f.</i> φορτίσω, <i>att.</i> φορτιῶ;<br /><i>Pass. pf.</i> πεφόρτισμαι;<br />charger d'un fardeau, acc..<br />'''Étymologie:''' [[φόρτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φορτίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нагружать]], [[навьючивать]] (τὸν ὄνον Babr.): [[πεφορτισμένος]] Luc. нагруженный до отказа;<br /><b class="num">2)</b> [[погружать]] (ἐφ᾽ ὁλκάδα τι Anth.): τὰ μείονα φορτίζεσθαι Hes. погружать (на корабли) меньшую часть (своего имущества);<br /><b class="num">3)</b> [[обременять]] (οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φορτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[φόρτος]]), [[φορτώνω]], σε Βάβρ.· [[φορτίον]] [[φορτίζω]] τινά, [[γεμίζω]] με φορτίο κάποιον, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., <i>τὰμείονα φορτίζεσθαι</i>, [[βάζω]] στο [[πλοίο]] το μικρότερο [[μέρος]] της περιουσίας μου, σε Ησίοδ. — Παθ., φορτώνομαι [[βαρέα]] φορτία, μτχ. παρακ. [[πεφορτισμένος]], σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
|lsmtext='''φορτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> ([[φόρτος]]), [[φορτώνω]], σε Βάβρ.· [[φορτίον]] [[φορτίζω]] τινά, [[γεμίζω]] με φορτίο κάποιον, σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., <i>τὰμείονα φορτίζεσθαι</i>, [[βάζω]] στο [[πλοίο]] το μικρότερο [[μέρος]] της περιουσίας μου, σε Ησίοδ. — Παθ., φορτώνομαι [[βαρέα]] φορτία, μτχ. παρακ. [[πεφορτισμένος]], σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''φορτίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нагружать]], [[навьючивать]] (τὸν ὄνον Babr.): [[πεφορτισμένος]] Luc. нагруженный до отказа;<br /><b class="num">2)</b> [[погружать]] (ἐφ᾽ ὁλκάδα τι Anth.): τὰ μείονα φορτίζεσθαι Hes. погружать (на корабли) меньшую часть (своего имущества);<br /><b class="num">3)</b> [[обременять]] (οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj