Anonymous

φιλόστοργος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime tendrement les siens, plein de tendresse pour les siens ; τὸ φιλόστοργον la tendresse pour les siens;<br /><i>Cp.</i> φιλοστοργότερος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[στοργή]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime tendrement les siens, plein de tendresse pour les siens ; τὸ φιλόστοργον la tendresse pour les siens;<br /><i>Cp.</i> φιλοστοργότερος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[στοργή]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόστοργος:''' [[нежно любящий]], [[горячо привязанный]] ([[παῖς]] Xen.; [[μάτηρ]] Theocr.; [[γυνή]] Plut.): φ. πρός и περί τινα Plut. питающий нежную любовь к кому-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόστοργος:''' -ον ([[στέργω]]), αυτός που αγαπά τρυφερά, [[στοργικός]], λέγεται για την [[αγάπη]] των γονιών και των παιδιών, των αδελφών, σε Ξεν., Θεόκρ. κ.λπ.· <i>τὸφιλόστοργον</i>, = [[φιλοστοργία]], σε Ξεν.· επίρρ. [[φιλοστόργως]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''φῐλόστοργος:''' -ον ([[στέργω]]), αυτός που αγαπά τρυφερά, [[στοργικός]], λέγεται για την [[αγάπη]] των γονιών και των παιδιών, των αδελφών, σε Ξεν., Θεόκρ. κ.λπ.· <i>τὸφιλόστοργον</i>, = [[φιλοστοργία]], σε Ξεν.· επίρρ. [[φιλοστόργως]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόστοργος:''' [[нежно любящий]], [[горячо привязанный]] ([[παῖς]] Xen.; [[μάτηρ]] Theocr.; [[γυνή]] Plut.): φ. πρός и περί τινα Plut. питающий нежную любовь к кому-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj