Anonymous

φοιτάς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />égaré, insensé ; φοιτὰς [[νόσος]] SOPH le mal d'un esprit égaré, folie.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />égaré, insensé ; φοιτὰς [[νόσος]] SOPH le mal d'un esprit égaré, folie.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φοιτάς:''' άδος adj. f, редко n бегущая, блуждающая в исступлении (sc. [[Κασάνδρα]] Aesch.; sc. Βάκχαι Eur.): φ. [[νόσος]] Soph. неистовствующее безумие; φοιτάσι πτεροῖς Eur. на неугомонных крыльях; φ. ἐμπορίη Anth. лихорадочная торговая деятельность.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοιτάς:''' -[[άδος]] ([[φοιτάω]]), θηλ. επίθ., αυτή που περιπλανιέται μανιωδώς, λέγεται για την [[Κασσάνδρα]], σε Αισχύλ.· λέγεται για τους Βακχιστές, σε Ευρ.· φοιτὰς [[νόσος]], [[μανία]], [[παραφροσύνη]], σε Σοφ.· <i>φοιτὰς ἐμπορίη</i>, χρησιμοποιείται για το [[εμπόριο]] στη [[θάλασσα]], σε Ανθ.· επίσης χρησιμ. με ουδ. ουσ., <i>φοιτάσι πτεροῖς</i>, λέγεται για φτερά που πηγαίνουν εδώ κι [[εκεί]], σε Ευρ.
|lsmtext='''φοιτάς:''' -[[άδος]] ([[φοιτάω]]), θηλ. επίθ., αυτή που περιπλανιέται μανιωδώς, λέγεται για την [[Κασσάνδρα]], σε Αισχύλ.· λέγεται για τους Βακχιστές, σε Ευρ.· φοιτὰς [[νόσος]], [[μανία]], [[παραφροσύνη]], σε Σοφ.· <i>φοιτὰς ἐμπορίη</i>, χρησιμοποιείται για το [[εμπόριο]] στη [[θάλασσα]], σε Ανθ.· επίσης χρησιμ. με ουδ. ουσ., <i>φοιτάσι πτεροῖς</i>, λέγεται για φτερά που πηγαίνουν εδώ κι [[εκεί]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοιτάς:''' άδος adj. f, редко n бегущая, блуждающая в исступлении (sc. [[Κασάνδρα]] Aesch.; sc. Βάκχαι Eur.): φ. [[νόσος]] Soph. неистовствующее безумие; φοιτάσι πτεροῖς Eur. на неугомонных крыльях; φ. ἐμπορίη Anth. лихорадочная торговая деятельность.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj