Anonymous

φυλακτέος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[φυλάσσω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[φυλάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῠλακτέος:''' adj. verb. к [[φυλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φυλακτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[φυλάσσω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>φυλακτέον</i>, αυτό που πρέπει να προσέχει [[κανείς]] ή να υπακούει, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί [[εναντίον]] κάποιου, <i>τι</i>, σε Αισχύλ., Πλάτ.
|lsmtext='''φυλακτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[φυλάσσω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>φυλακτέον</i>, αυτό που πρέπει να προσέχει [[κανείς]] ή να υπακούει, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί [[εναντίον]] κάποιου, <i>τι</i>, σε Αισχύλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠλακτέος:''' adj. verb. к [[φυλάσσω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φυλακτέος]], η, ον, verb. adj. of [[φυλάσσω]]<br /><b class="num">I.</b> to be watched or kept, Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> φυλακτέον one must [[observe]], [[obey]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> (from Mid.) one must [[guard]] [[against]], τι Aesch., Plat.
|mdlsjtxt=[[φυλακτέος]], η, ον, verb. adj. of [[φυλάσσω]]<br /><b class="num">I.</b> to be watched or kept, Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> φυλακτέον one must [[observe]], [[obey]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> (from Mid.) one must [[guard]] [[against]], τι Aesch., Plat.
}}
}}