Anonymous

φοινικοπάρῃος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux flancs (<i>litt.</i> aux joues) écarlates (navire).<br />'''Étymologie:''' ion. p. *φοινικοπαρειος de [[φοῖνιξ]]¹, [[παρειά]].
|btext=ος, ον :<br />aux flancs (<i>litt.</i> aux joues) écarlates (navire).<br />'''Étymologie:''' ion. p. *φοινικοπαρειος de [[φοῖνιξ]]¹, [[παρειά]].
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκοπάρῃος:''' пурпурнощекий, т. е. с пурпурными бортами ([[νηῦς]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκοπάρῃος:''' [ᾰ], -ον, Ιων. αντί <i>-πάρειος</i>, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''φοινῑκοπάρῃος:''' [ᾰ], -ον, Ιων. αντί <i>-πάρειος</i>, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκοπάρῃος:''' пурпурнощекий, т. е. с пурпурными бортами ([[νηῦς]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φοινῑκο-πά˘ρῃος, ον, [ionic for -πάρειος]<br />red-cheeked, epith. of ships, the [[bows]] of [[which]] were [[painted]] red, Od.
|mdlsjtxt=φοινῑκο-πά˘ρῃος, ον, [ionic for -πάρειος]<br />red-cheeked, epith. of ships, the [[bows]] of [[which]] were [[painted]] red, Od.
}}
}}