Anonymous

φρύγανον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />menu bois mort, broussailles.<br />'''Étymologie:''' [[φρύγω]].
|btext=ου (τό) :<br />menu bois mort, broussailles.<br />'''Étymologie:''' [[φρύγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φρύγᾰνον:''' (ῡ) τό преимущ. pl. [[хворост]] Her., Thuc. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρύγᾰνον:''' [ῡ], τό ([[φρύγω]]), [[κυρίως]] στον πληθ., ξερά φρύγανα, ξύλα για [[φωτιά]], Λατ. [[sarmentum|sarmenta]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ο ενικ. μόνο με περιληπτική [[σημασία]], = <i>τὰ φρύγανα</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φρύγᾰνον:''' [ῡ], τό ([[φρύγω]]), [[κυρίως]] στον πληθ., ξερά φρύγανα, ξύλα για [[φωτιά]], Λατ. [[sarmentum|sarmenta]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ο ενικ. μόνο με περιληπτική [[σημασία]], = <i>τὰ φρύγανα</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρύγᾰνον:''' (ῡ) τό преимущ. pl. [[хворост]] Her., Thuc. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj