Anonymous

φιμός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>plur. hétér.</i> τὰ [[φιμά]];<br />muselière.<br />'''Étymologie:''' R. Σφιγγ, serrer ; cf. [[σφίγγω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>plur. hétér.</i> τὰ [[φιμά]];<br />muselière.<br />'''Étymologie:''' R. Σφιγγ, serrer ; cf. [[σφίγγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῑμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[намордник]] (φιμὸν περιθεῖναί τινι Luc.): φιμοὶ συρίζουσι βάρβαρον βρόμον ([[varia lectio|v.l.]] νόμον) Aesch. сквозь намордники (конских оголовий) вырывается дикое храпение;<br /><b class="num">2)</b> [[стакан для игральных костей]] (φιμοὶ καὶ κυβευτικὰ [[ἕτερα]] ὄργανα Aeschin.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῑμός:''' ὁ, με ετερογ. πληθ. <i>φῑμά</i>, <i>τά</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[φίμωτρο]], Λατ. [[capistrum]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> το [[μέρος]] της [[μύτης]] από το [[χαλινάρι]] ενός αλόγου, που είχε και σωλήνες δια μέσου των οποίων η [[αναπνοή]] του αλόγου έβγαζε ένα συριστικό ήχο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> είδος κυπέλλου που χρησιμοποιείται ως [[χωνί]] για τα ζάρια, Λατ. [[fritillus]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''φῑμός:''' ὁ, με ετερογ. πληθ. <i>φῑμά</i>, <i>τά</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[φίμωτρο]], Λατ. [[capistrum]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> το [[μέρος]] της [[μύτης]] από το [[χαλινάρι]] ενός αλόγου, που είχε και σωλήνες δια μέσου των οποίων η [[αναπνοή]] του αλόγου έβγαζε ένα συριστικό ήχο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> είδος κυπέλλου που χρησιμοποιείται ως [[χωνί]] για τα ζάρια, Λατ. [[fritillus]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''φῑμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[намордник]] (φιμὸν περιθεῖναί τινι Luc.): φιμοὶ συρίζουσι βάρβαρον βρόμον ([[varia lectio|v.l.]] νόμον) Aesch. сквозь намордники (конских оголовий) вырывается дикое храпение;<br /><b class="num">2)</b> [[стакан для игральных костей]] (φιμοὶ καὶ κυβευτικὰ [[ἕτερα]] ὄργανα Aeschin.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj